Ο τίτλος αυτού του κεφαλαίου του φωτογραφικού λευκώματος ηχεί πολεμικός, με πονηριά παραπέμπει σε σκληρά πολιτικά παιχνίδια, σε κοινωνιολογικά έργα, τα οποία αποδεικνύουν πως η Ρωσία για εμάς δεν είναι μία, μα πολλές: είναι η πρωτευουσιάνα, εκείνη των μεγαπόλεων, των μικρών πόλεων∙ υπάρχει η Ρωσία του Νότου και η Ρωσία του Βορρά και όλες αυτές βρήκαν τη δική τους θέση στο πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του Αλεξάντρ Τιάγκνι – Ριάντο.
Υπάρχει όμως μία ακόμη τεράστια χώρα, προς την οποία από παλιά είναι στραμμένο το βλέμμα και η φωτογραφική μηχανή του Αλεξάντρ: η αγροτική, η ήρεμη, εκείνη την οποία αποκαλούν σ’ εμάς με μια ελαφρά συγκαταβατική περιφρόνηση «βαθειά», ή απλά «τρύπα», «εκεί που ο Μακάρ δεν πήγαινε τα μοσχάρια».
Γεννημένος στην ήρεμη Σουγιά, της περιοχής Ιβάνοφσκαγια, απόφοιτος δύο επίζηλων μοσχοβίτικων ανώτατων ιδρυμάτων, του Πανεπιστημίου «Λομονόσοφ» και του Αεροπορικού Ινστιτούτου της Μόσχας, κάτοικος της πρωτεύουσας εδώ και πολύ καιρό, θαμώνας των παλαιοπωλείων και γνώριμος των καλλιτεχνικών κύκλων της πόλης, ο Τιάγκνι – Ριάντο όχι δεν μόνο δεν απαρνήθηκε το πάθος του για τους οικείους Πενάτες, αλλά εδώ και χρόνια με επιμονή παρουσιάζει τη δική του ποιητικά – ειδυλλιακή μορφή αυτής της Ρωσίας, ως απολύτως ανεξάρτητη, σεμνή, στενάχωρη, σαν την ηρωίδα του, η οποία ζει με όσα της δίνει το περιβόλι της και με τις παραδόσεις της, αστεία, καλόκαρδα πονηρή και καλοπροαίρετη.
Στα δοκίμιά του που έχουν ως θέμα την επαρχιακή ζωή δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε το γεμάτο εντάσεις δράμα, την κοινωνιολογική ανάλυση ή την «μαυρίλα», που τόσο πολύ είναι διαδεδομένη στην φωτογραφία και τον κινηματογράφο τεκμηρίωσης. Στα έργα του, τα οποία ίσως κάποιος να τα θεωρούσε απλοϊκά ή ακόμη κι αφελή υπάρχει το πλήθος των δυσκολιών της ζωής. Να, σε έναν αγροτικό δρόμο περπατάει μια ευτυχισμένη χωρική που έχει ξεπουλήσει την πραμάτεια της, η αναμνηστική φωτογραφία της οποίας μας κάνει να χαμογελάμε, αλλά συνάμα ξυπνάει και τη σκέψη για την πλήρη στέρηση της ζωής, το σπάνιο φορτηγάκι με το ψωμί, τις τεράστιες ουρές και τη δύσκολη βιωτή…
Γεροδεμένες γυναίκες και αξύριστοι άντρες που φοράνε στενά σακάκια, μεγαλόσωμες κοπέλες να βγαίνουν από σπίτια που κρύβονται πίσω από φράχτες και εριστικά παλικάρια που μένουν σε διώροφα παραπήγματα με ποδήλατα∙ όλος αυτός ο κόσμος που χάνεται. Σήμερα, είναι δύσκολο να δεις παιδιά με ποδήλατα στα περίχωρα, ολοένα και περισσότεροι κυκλοφορούν με μοτοσικλέτες και με τετρακίνητες γουρούνες…
Ο Αλεξάντρ δεν είναι ούτε πολιτικός σχολιαστής, ούτε κοινωνιολογός∙ νιώθει πιο κοντά τους ανθρώπους της μεγαλύτερης από αυτόν ηλικίας, καθότι έχει μεγαλώσει με το περιοδικό «Ογκονιόκ», με τους συγγραφείς που ύμνησαν τη ζωή στο χωριό και από όλους αυτούς, φυσικά, νιώθει πιο κοντά στην αισθητική και την κοσμοθεώρηση του Βασίλι Μακάροβιτς Σουκσίν. Αυτός, αν θέλετε, είναι πιο κοντά από όλους τους υπόλοιπους στον χαρακτηρισμό της οργανικής δημιουργικής μανιέρας και στον εσωτερικό κόσμο της φωτογραφίας του.
Η χώρα αλλάζει∙ αλλάζει και αυτή, η ακίνητη στην αναλλοίωτη, θα έλεγε κανείς, απλότητά της, πραγματικότητα. Αν είχε φωτογραφηθεί από άλλο φακό, θα εκλαμβανόταν σχεδόν ως άθλια, με την φωτογραφική του μηχανή όμως μεταμορφώνεται σε μια άλλη, σχεδόν, μυθολογική πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή έγινε δεκτή από τους ανθρώπους αυτούς ως φυσιολογική και μοναδικά ουσιαστική, αυτοί την είχαν δημιουργήσει και της είχαν δώσει την πνοή της ζωής.
Οι ήρωές του δεν κυλιούνται στα χαντάκια, δεν προκαλούν αποστροφή, συμπόνια ή σιχασιά, ζουν και δεν παραπονιούνται, αλλά κι αν ακόμη παραπονιούνται, το κάνουν για λίγο και με ελαφρά τη καρδία. Ο φωτογράφος δεν τους παρακολουθεί με το ψυχρό βλέμμα του περαστικού, ο οποίος διψάει να αποτυπώσει τις εξωτικές για τον ίδιο λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής και των ανθρώπινων αντιδράσεων. Απεναντίας, τραβάει φωτογραφίες θαρρείς και βρίσκεται σε μια οικογενειακή συγκέντρωση, θαρρείς και είναι ένας από αυτούς. Είναι ένας από αυτούς και τραβάει φωτογραφίες για τους ίδιους, η φωτογραφική του μηχανή δεν διακόπτει τη ροή της ζωής. Το ήρεμο και χωρίς εντάσεις Είναι αποτυπώνεται στις φωτογραφίες του, χωρίς να ενοχλείται από την αναιδή ματιά που ρίχνει ένας τρίτος. Το να φωτογραφίζεις αυτό που βλέπεις είναι μεγάλη τέχνη και απαιτεί υψηλό επαγγελματισμό.
Σε αυτό έγκειται το μυστικό ή ακόμη και η μαγεία των μεγάλων τεχνιτών, οι οποίοι κατά ένα παράξενο τρόπο, καταφέρνουν μερικές φορές να κάνουν κάτι παραπάνω από την απλή καταγραφή της οπτικής πληροφορίας με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Η πληροφορία, η οποία περιέχεται σε τέτοια έργα, δεν είναι γραμμική ούτε μονομερής, αλλά μετατρεπόμενη, από τη βούληση του καλλιτέχνη, σε μορφή, περιλαμβάνει κάτι πολύ περισσότερο από το συγκεκριμένο υπαρκτό αντικείμενο στο άπειρο, περιλαμβάνει και τα οριοθετούμενα από τον καλλιτέχνη συμφραζόμενα. Γιατί τα συμφραζόμενα, είναι ο πολιτισμός και προσδίδουν νόημα στην εικόνα, την κάνουν πολυσήμαντη μορφή.
Παιδιά, έφηβη, νεολαία, κάτοικοι αυτής της άλλης, της άγνωστης Ρωσίας, τολμηρά, μελετηρά και χωρίς περιφρόνηση μας κοιτάζουν μέσα από τις σελίδες του λευκώματος. Αυτοί μελετούν εμάς κι εμείς εκείνους. Είναι, κατά την προσέγγιση του Πούσκιν, ανεξάρτητοι, ταπεινοί και εν γένει, τελείως αποκομμένοι από τον άλλον μεγάλο κόσμο, ο οποίος απλά δεν υπάρχει στην καθημερινή τους ζωή. Η χώρα αυτή δεν είναι απλά αυτάρκης, είναι μοναδική, δεν ξέρει και δεν θέλει να μάθει για την ύπαρξη άλλων χωρών, άλλων τρόπων ζωής και άλλων πολιτισμών∙ είναι μόνη της στην οικουμένη, σαν μια ίζμπα σε μια πλαγιά που απεικονίζεται σε μια από τις φωτογραφίες του.
Δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός με κάτι που βρίσκεται έξω από αυτή τη ζωή και, πολύ συχνά, έξω από αυτή τη φωτογραφία. Αυτοί ζουν εδώ και τώρα και η αντίδραση περιέχεται μόλις στο χρόνο που απαιτείται για να ανοιγοκλείσει το διάφραγμα του φακού.
Σε αυτό, ίσως, έγκειται, μεταξύ των άλλων, και ο πυρήνας της ποιητικής του – θαρρείς και εδώ ζουν οι παραδοσιακές κοινότητες, τις οποίες φωτογράφισε στην Καμπότζη και το Μαλί, στην Πορτογαλία και στα μεξικανικά χωρουδάκια. Η ανθρωπιστική ανθρωπολογία του Τιάγκνι – Ριάντο στηρίζεται στην πεποίθηση της ύπαρξης οικουμενικών, κοινών, πρωταρχικών σταθερών της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι η οικογένεια, τα παιδιά, οι άπειρες γενεές που τα βγάζουν δύσκολα πέρα.