του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
«…Πήγαινα στον παιδικό σταθμό του στρατοπέδου. Σε λίγο καιρό η μαμά μου θα εξέτιε την ποινή της, αλλά μία φορά είδε πως η νηπιαγωγός με χτυπούσε κι έλεγε: ΣΕ χτυπάω εχθρέ του λαού». Η μαμά όρμησε στην νηπιαγωγό και την χτύπησε. Ίσως να γλιτώναμε, αλλά αποδείχτηκε πως ήταν ερωμένη στελέχους της N.K.V.D. Έριξαν άλλα δέκα χρόνια στην Μαρία Ροστισλάβοβνα».
Τα λόγια αυτά ανήκουν, στην κόρη μίας αριστοκράτισσας, της κόμισσας Μαρίας Καπνίστ, από το γένος του ποιητή Βασίλι Βασίλιεβιτς Καπνίστ, η οποία γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1914 στην Πετρούπολη.
Ας πάρουμε, όμως, την ιστορία από την αρχή.
Στο νησί της Ζακύνθου στο Ιόνιο πέλαγος, υπάρχουν ακόμη τα χαλάσματα του πατρογονικού σπιτιού της οικογένειας των Καπνίση. Ο Στοματέλο Καπνίσης, διακρίθηκε για τη ανδρεία και τον ηρωισμό του στον αγώνα κατά των Τούρκων, με αποτέλεσμα να του απονεμηθεί ο τίτλος του κόμη από τον Αρμοστή της Δημοκρατίας της Βενετίας Αλοίζ Ματσενιγι, το 1702. Ο εγγονός του Στοματέλο, Πιοτρ Χριστοφόροβιτς πολέμησε κατά των Τούρκων στο πλευρό του Ρώσου αυτοκράτορα Πέτρου του Α, εγκαταστάθηκε στην Ουκρανία και μετά από λίγο καιρό πέθανε.
Ο γιος του Βασίλι, προσάρμοσε το επίθετό του σε Καπνίστ, διακρίθηκε στο πεδίο των μαχών στο Οτσάκοβο, ως επικεφαλής στρατιωτικών μονάδων Κοζάκων. Για τα πολεμικά του κατορθώματα η αυτοκράτειρα Ελιζαβέτα» του χάρισε κτήματα στην περιοχή της Πολτάβας. Ο Βασίλι απέκτησε έξι γιους, ο νεότερος από τους οποίους έγινε μεγάλος ποιητής και δραματουργός στην Ουκρανία.
Κάθε άντρας του γένους των Καπνίστ, αποκτούσε πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, τα οποία με την σειρά τους παντρεύτηκαν γόνους μεγάλων ρωσικών αριστοκρατικών οικογενειών. Τρεις αιώνες αργότερα, στην Πετρούπολη, ο κόμης Ροστισλάβ Ροστισλάβοβιτς Καπνίστ παντρεύτηκε την Αναστασία Ντμίτριεβνα Μπαϊντάκ και στις 22 Μαρτίου 1914 γεννήθηκε η κόρη του Μαρία.
Η οικογένεια ζούσε σε μία έπαυλη κοντά στην προκυμαία της πόλης. Στο σαλόνι της συγκεντρώνονταν πολλοί επιφανείς και διάσημοι κάτοικοι της ρωσικής πρωτεύουσας. Ανάμεσα τους και ο διάσημος τραγουδιστής της όπερας Φιοντόρ Σαλιάπιν, ο οποίος ήταν παράφορα ερωτευμένος με την μητέρα της πρωταγωνίστριας της σημερινής μας ιστορίας. Η Αναστασία Ντμίτριεβνα, μιλούσε 18 γλώσσες και ήταν μία πραγματική καλλονή. Ο τραγουδιστής πρόσεξε και την νεαρή Μαρία, στην οποία έκανε ιδιαίτερα μαθήματα και την ενθάρρυνε να ακολουθήσει καλλιτεχνική πορεία, διακρίνοντας σε αυτή το σκηνικό χάρισμα
Η οικογένεια των Καπνίστ, δεν έπεσε από τα σύννεφα όταν έγινε το πραξικόπημα των Μπολσεβίκων τον Οκτώβριο του 1917. Αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στο Σουντάκ, στην έπαυλή τους με τα 70 δωμάτια, τους ιδιωτικούς δασκάλους και τις γκουβερνάντες. Η παιδική ηλικία της Μαρίας, όμως, τελείωσε πολύ απότομα.
Αργότερα, η ίδια θα περιγράψει ως εξής εκείνη την εποχή: «Όταν εμφανίστηκαν οι Έκτακτες Επιτροπές, κόλλησαν μία ανακοίνωση: όλοι οι ευγενείς, οι κάτοχοι τίτλων έπρεπε να περάσουν από την ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ., διαφορετικά θα τους εκτελούσαν. Τότε, κάποιος ρώτησε τον πατέρα μου, τον κόμη Ροστισλάβ Ροστισλάβοβιτς Καπνίστ: «Θα πας;» κι εκείνος απάντησε: «Δεν είμαι δειλός». Παρακαλούσα τον πατέρα να μην φύγει, μα δεν με άκουσε. Είχαμε ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι. Θυμάμαι πως έπεσε ένα ποτήρι κι έγινε κομμάτια, θαρρείς και κάποιος το είχε πετάξει με δύναμη. Ο πατέρας επέστρεψε αργά το βράδυ, μα την επόμενη ημέρα τον πήραν. Μετά, το εκτέλεσαν… την θεία μου την σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου. Ήμουν περίπου έξι χρονών, αλλά μέχρι τώρα θυμάμαι τα μάτια εκείνων των ανθρώπων. Ένας απ’ αυτούς είπε σε κάποιον άλλον, δείχνοντάς με: «Κοίτα πως είναι τα ματάκια της που μας κοιτάζουν. Πυροβόλησέ την». Έβαλα τις φωνές: «Δεν μπορείτε να το κάνετε. Δεν έχετε διαταγή!». Τότε τα έμαθα όλα. Μέσα σε μια νύχτα εκτέλεσαν τρεις χιλιάδες ανθρώπους. Στο βουνό Αλτσάκ. Κανείς δεν ξέρει τι έκαναν στην Κριμαία. Πεινούσαμε τρομερά. Αλέθαμε τσάμπουρα από τα αμπέλια… μας έσωσε το λίπος ενός δελφινιού που έπιασε ένα ψαράς…»
Ο πατέρας της, Ροστισλάβ Ροστισλάβοβιτς εκτελέστηκε τον χειμώνα του 1921, μαζί με όλους, σχεδόν, τους ευγενείς της Κριμαίας. Το σπίτι τους καταστράφηκε και τα παιδιά αναγκάστηκαν να κρύβονται. Λίγα χρόνια αργότερα, η Κόκκινη τρομοκρατία θα αγγίξει και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Κάποιοι Τάταροι της Κριμαίας, τιμώντας την μνήμη του κόμη Καπνίστ, βοήθησαν την χήρα και την θυγατέρα του Μαρία να δραπετεύσουν από το Σουντάκ, μεταμφιεσμένες με τις εθνικές φορεσιές των Τατάρων. Σε ηλικία 16 ετών η Μαρία Καπνίστ, βρέθηκε στο Λένινγκραντ. Αρχικά φοίτησε στην δραματική σχολή του Γιούρεφ κι όταν αυτή έκλεισε, συνέχισε στο Ινστιτούτο. Οι δάσκαλοί της αμέσως διέκριναν το ταλέντο της και την ενθάρρυναν, επιτρέποντας της μάλιστα να συμμετέχει ως κομπάρσος σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις. Η δολοφονία του Κίροφ, στενού φίλου της οικογένειας των Καπνίστ, άλλαξε δραματικά την κατάσταση. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις. Η Μαρία, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Άρχισε να περιπλανιέται πότε στο Κίεβο, πότε στο Μπατούμι, πότε επέστρεφε στο Λένινγκραντ. Στις αρχές του 1941 την συνέλαβαν με την κατηγορία «αντισοβιετική προπαγάνδα και αγκιτάτσια», την καταδίκασαν σε 8 χρόνια, αλλά εξέτισε 15 ολόκληρα χρόνια στα Γκουλάγκ.
Η Μαρία Καπνίστ περιγράφει την ζωή της στο στρατόπεδο: «Σε ένα από τα στρατόπεδα της Καραγκαντά, το οποίο είχαν κατασκευάσει κρατούμενοι και εκτοπισμένοι, οδήγησαν την ομάδα των κρατουμένων μέσα στην νύχτα. Μου είχαν ήδη κόψει τις κοτσίδες μου… Ήξερα ήδη πολύ καλά το τίμημα των νυχτερινών ανακρίσεων, όταν είτε σε τυφλώνουν και σε καίνε με την λάμπα, είτε σε πετούν σε μία μπανιέρα με παγωμένο νερό. Ήξερα τι παθαίνεις όταν σε εντοπίζει η διεύθυνση… Στα στρατόπεδα γυναικών υπήρχαν άλλοι νόμοι, ίσως χειρότεροι από εκείνους που υπήρχαν στα στρατόπεδα των αντρών. Στο Καρλάγκ, γνώρισα την Άννα Βασίλιεβνα Τεμίροβα, μια κοντή, αλλά ασυνήθιστης ομορφιάς γυναίκα, οι ρίζες της καταγωγής της οποίας ήταν από τους Κοζάκους της Τερ. Γίναμε φίλες και τότε έμαθα πως ήταν η σύζυγος του Κολτσάκ.
Όταν συναντηθήκαμε η Τεμιρόβα μετρούσε ήδη 18 χρόνια στα στρατόπεδα. Η Άννα ήταν καλλιτεχνική φύση, έπλαθε, ζωγράφιζε. Μαζί ανεβάζαμε θεατρικές παραστάσεις στο παράπηγμα τις νύχτες. Οι άλλες γυναίκες μας ευχαριστούσαν, αλλά κι εμείς νιώθαμε ευγνωμοσύνη που μας στήριζαν ηθικά. Φτιάχναμε τούβλα. Στην αρχή δεν τα κατάφερνα. Με τον καιρό, όμως, κατάφερα να φτιάχνω 180 κομμάτια την ημέρα. Εξαντλητική δουλειά, τρομερή ζέστη, ελάχιστο νερό, τα βράδια στο παράπηγμα ήταν αφόρητη η κατάσταση. Ο διοικητής του στρατοπέδου Σάλβα Τζαπαρίτζε κυνηγούσε τις γυναίκες του στρατοπέδου. Την νύχτα έστελνε «προξενιά» δικές μας, του στρατοπέδου και τους πήγαιναν αυτές που ήθελε. Μία φορά, μία από τις «προξενήτρες, ήρθε στο παράπηγμα και είπε: «Ο Σάλβα παθαίνει, σε παρακαλεί να τους γράψεις ένα γράμμα για την κόρη του». Πήγα…
Όταν πήγε να μ’ αρπάξει τον χτύπησα από φόβο και μίσος… Ο Σάλβα αποφάσισε να με εκδικηθεί. Οι φρουροί με πέταξαν στο στρατόπεδο των αντρών, στους ποινικούς. Κρύφτηκα και περίμενα. Με πλησίασε ο επικεφαλής. Δεν ξέρω πού βρήκα τις δυνάμεις. Άρχισα να φωνάζω: «Σκουλήκια βρωμερά! Πόλεμος γίνεται! Στο μέτωπο σκοτώνονται τ’ αδέλφια σας, κι εσύ βρωμάτε σαν απόπατος, κυλιέστε στις λάσπες και ταπεινώνεται τους αδύναμους. Αχ και να ‘χα σφαίρες…». Ένας είπε να με σκοτώσουν, μα ο αρχηγός τους πρόσταξε: «Άσ’ την να λέει, μην την πειράξεις». Άρχισαν να παλεύουν, ήρθαν οι φρουροί και με πήραν. Ξάπλωσα στο ξυλοκρέβατο και σκεφτόμουν με απόγνωση πως δεν θα επιβιώσω. Είδα ένα όνειρο που το θυμάμαι μέχρι τώρα: ήταν ένα τσουβάλι με στάρι στο δρόμο, οι άνθρωποι το κοιτούσαν και δεν ήξεραν πως να το πιάσουν. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως βρέθηκα δίπλα στο τσουβάλι, το σήκωσα και το έριξα στην πλάτη μου. Μου φάνηκε τόσο ελαφρύ, ήταν σαν πούπουλο. Έδωσα στους ανθρώπους στάρι… Αλάφρωσε η ψυχή μου, φωτίστηκε. Ξύπνησα και κατάλαβα: το όνειρο ήταν σοβαρό. Κάνε καλό στους ανθρώπους και θα γίνεις παντοδύναμη. Από τότε αυτό προσπαθώ να κάνω.
Μεταγωγές, εκτοπίσεις, στρατόπεδα. Ποτέ δεν μας έλεγαν πού μας πηγαίνουν, το μαθαίναμε στην συνέχεια μόνοι μας. Έχει μείνει για πάντα στη μνήμη μου η μεταγωγή από το στρατόπεδο της Καραγκαντά στο Τζεζκαζγκάν. Έρημος. Ο ήλιος έκαιγε. Δυνατός άνεμος με άμμο… Οι άνθρωποι πέθαιναν σαν μύγες. Μας βασάνιζε η δίψα. Θυμάμαι μία Καζάχα, η οποία βγήκε κρατώντας μία κανάτα νερό. Της επέτρεψαν να δώσει νερό στους πιο αδύναμους. Το Τζεζκαζγκάν ήταν το χειρότερο μέρος. Βγάζαμε κάρβουνο. Το πρωί κατεβαίναμε στις στοές και ανεβαίναμε την νύχτα… Πονούσαν ανυπόφορα τα χέρια και τα πόδια. Ήμουν επικεφαλής μίας μπριγάδας. Ένα πρωί ήμουν στο γραφείο για την καταγραφή των εργασιών, όταν συνάντησα ένα φρουρό Καζάχο από το στρατόπεδο της Καραγκαντά. Μα, πώς αναστήθηκε; Εκεί, όταν πυροβόλησε στο πρόσωπο μία γυναίκα που αρνήθηκε να γίνει ερωμένη του, τον χτυπήσαμε και τον θάψαμε ζωντανό στην άμμο… Μόλις με αναγνώρισε άρχισε να με χτυπάει δυνατά. Με έσωσε το γεγονός ότι ο φίλος μου Γκεόργκι Γιεβγκένεβιτς μου έστελνε δέματα. Η εμφάνισή τους ήταν ένα θαύμα, το μαγικό ραβδί της ζωής. Όπου κι αν βρέθηκα, με έβρισκε σαν πανταχού παρόν πνεύμα: εμφανιζόταν με την μορφή γραμμάτων και δεμάτων. Τι θαύμα που ήταν αυτά τα δέματα! Πόσα ήταν όλα αυτά τα δύσκολα και τρομερά χρόνια… Υπήρξαν, όμως, και συναντήσεις που φώτισαν την ψυχή μου για όλη μου τη ζωή.
Η Ναντιέζντα Ιβάνοβνα Τιμοφέγιεβα, ήταν μια παλιά μπολσεβίκα, μέλος της Επιτροπής Περιοχής του κόμματος στο Λένινγκραντ. Συμμετείχε στην επανάσταση, συναντούσε τον Λένιν. Έλεγε με πειστικότητα πως όλα αυτά θα τελειώσουν σύντομα, πως το κόμμα θα ανακαλύψει τους πραγματικούς ενόχους του κακού! Την άρπαξαν αμέσως μετά την δολοφονία του Κίροφ. Στο στρατόπεδο συμπεριφερόταν με υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια. Για τον λόγο αυτό, την μισούσε ιδιαίτερα η διοίκηση του στρατοπέδου, αλλά και οι ποινικοί. Την κοίταξα κι είδα πως είχε αδυνατίσει πολύ, κατάλαβα πως δεν θα τα καταφέρει. Πώς θα την βοηθήσω; Παρακάλεσα έναν ελεγκτή από το Λένινγκραντ να μεταφέρει την Ναντιέζντα μου στην ζώνη των εκτοπισμένων. Εκείνη την εβδομάδα της είχε επιτραπεί να κάνει βόλτα στο δάσος. Η Ναντιέζντα Ιβάνοβνα πήγε στο δάσος και δεν επέστρεψε ποτέ. Την βρήκαν νεκρή. Έτσι χάθηκε μια θαυμάσια γυναίκα. Πόσοι και πόσοι χάθηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη στο έρεβος των στρατοπέδων…
Υπήρξε και μία άλλη γνωριμία, με τον Δανιήλ Φιμπίχ, συγγραφέα από το Λένινγκραντ, επίσης. Αρρώστησε και αποστεώθηκε. Ανησυχούσα πολύ. Ένα βράδυ τον επισκέφτηκα. Φόρεσα αντρικά ρούχα, πέρασα δίπλα από τις θημωνιές και πήγα στο στρατόπεδο των αντρών. Τον βρήκα μέσα στο σκοτάδι. Ήταν σχεδόν δύο μέτρα ψηλός και τα πόδια του κρέμονταν από το ξυλοκρέβατο. Τον ικέτεψα να μην πεθάνει. Το πρωί πήγα στο ιατρείο, στις αδελφές Γκαμάρνικ και τους είπα: σώστε τον Φιμπίχ, μάλλον τον έβγαλαν στον διάδρομο και κλέβουν το συσσίτιό του… Τον πήραν στο νοσοκομείο, τον τάιζαν με καθετήρα, επιβίωσε ο Φίμπιχ… Το φθινόπωρο με βρήκε η αρρώστια. Ξαπλωμένη στο νοσοκομείο είδα πόσοι άνθρωποι πέθαιναν κάθε μέρα. Και πόσο γρήγορα τους έθαβαν. Πώς τα κατάφερναν τόσο γρήγορα; Έμαθα πως τους έβαζαν σε φέρετρα μόνο στο νοσοκομείο. Όταν τους έβγαζαν από το στρατόπεδο, «άδειαζαν» τους μακαρίτες σε μία χαράδρα και έπαιρναν το «φέρετρο» πίσω, για να το χρησιμοποιήσουν με άλλους. Έκαναν οικονομίες. Εκτός εαυτού πήγα στην διοίκηση και τους είπα πως έχω γνωριμίες στην Μόσχα και πως πρέπει να πάψουν να εξευτελίζουν τους νεκρούς. Ταϊσέτ, ο τελευταίος κύκλος της κόλασής μου.
Ταλαιπωρημένη και αδύναμη, ήξερα πως κάπου μεγαλώνει η κόρη μου, η οποία ήταν πια τριών ετών. Στις αρχές Μαρτίου του ’53 αναπάντεχα μας συγκέντρωσαν στην αυλή. Βγήκε ο διοικητής του στρατοπέδου και μας είπε πως πέθανε ο Στάλιν. Άρχισε αμέσως η φασαρία. Υστερίες, φωνές, κλάματα. Τι να κάνω; Θα μας εκτελέσουν όλους τώρα. Χόρεψα βαλς και όλοι νόμισαν πως τρελάθηκα. Συχνά πυκνά άφηνα τους άλλους να νομίζουν για μένα πως τρελάθηκα. Ο διοικητής ανακοίνωσε: οι ποινικές να ξεκουραστούν, οι φασίστριες να δουλέψουν. Έτσι μας αποκαλούσαν εμάς που είχαμε καταδικαστεί με το άρθρο 58. Ήταν η χειρότερη προσβολή».
Στην Σιβηρία γεννήθηκε η κόρη της Ράντα. Γεννήθηκε στο νοσοκομείο της φυλακής Στεπλάγκ στο Καζακστάν, όπου η Καπνίστ είχε εξοριστεί. Στο στρατόπεδο καταμεσής της ερήμου Τζεζκαζγκάν, δούλεψε στα ανθρακωρυχεία. Αν και έγκυος, κάθε πρωί την κατέβαζαν μέσα σε ένα βαρέλι εξήντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια και ανέβαινε όταν σκοτείνιαζε. Η γέννηση, όμως, της θυγατέρας της, έδωσε άλλο νόημα στη ζωή της. Της έδωσε το όνομα Μαρία προς τιμή της ηρωίδας του διηγήματος του Γκόρκι «Μακάρ Τσούντρα».
Η κόρη της περιγράφει την περίοδο εκείνη: «Όταν η διοίκηση του στρατοπέδου έμαθε πως η μητέρα μου είναι έγκυος, επέμεναν να κάνει έκτρωση, αλλά η μητέρα αρνήθηκε. Τότε άρχισα να την βασανίζουν: τον έριχναν σε μία μπανιέρα με παγωμένο νερό, την περιέλουζαν με παγωμένο νερό. Στην συνέχεια, μου έλεγε: «Πώς επιβίωσες; Ήταν σχεδόν ακατόρθωτο». Ύστερα, βρέθηκε «κάτω από τις μπότες» ενός δεσμοφύλακα, ο οποίος εξευτέλιζε πολλές γυναίκες. Ήμουν γεροδεμένο μωρό κι έτσι, όταν η μητέρα μου πήγε να με δηλώσει, μου έβαλαν ένα χρόνο παραπάνω. Μου άλλαξαν και το πατρώνυμο: από το πολωνικό Γιάνοβνα, το έκαναν Ολέγκοβνα. Ακόμη και σε αυτό ήθελαν να εξευτελίσουν την μητέρα».
Η Ράντα δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Ήταν μηχανικός, τον έλεγαν Για Βολκόνσκι και καταγόταν από πολωνική, αριστοκρατική οικογένεια, ο οποίος ερωτεύτηκε στην Μαρία Ροστοσιλάβοβνα. Αργότερα τον εκτέλεσαν. Η ίδια η Μαρία Ροστισλάβοβνα δεν ήθελε να μιλάει γι’ αυτόν. Μόνο μετά τον θάνατό της, η Ράντα βρήκε στα χαρτιά της μητέρας της φωτογραφία του πατέρα της.
«Ήταν αδύνατο να μην την ερωτευτείς. Ήταν πολύ όμορφη στα νιάτα της, έλεγε η Ραντισλάβα. Στα στρατόπεδα άλλαξε, έγινε αγνώριστη. Αναγκάστηκε να τρίβει το πρόσωπό της με κάρβουνο, για να μην την πολιορκεί η διοίκηση του στρατοπέδου. Η καρβουνόσκονη για πολλά χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, δεν έλεγε να φύγει από πάνω της. Πήγαινα στον παιδικό σταθμό του στρατοπέδου. Σε λίγο καιρό η μαμά μου θα εξέτιε την ποινή της, αλλά μία φορά είδε πως η νηπιαγωγός με χτυπούσε κι έλεγε: ΣΕ χτυπάω εχθρέ του λαού». Η μαμά όρμησε στην νηπιαγωγό και την χτύπησε. Ίσως να γλιτώναμε, αλλά αποδείχτηκε πως ήταν ερωμένη στελέχους της N.K.V.D. Έριξαν άλλα δέκα χρόνια στην Μαρία Ροστισλάβοβνα. Εμένα με έστειλαν σε ορφανοτροφείο. Ήμουν όλο κι όλο δύο χρονών, μα θυμάμαι καλά πως πριν φύγω στεκόμουν στο περβάζι του παιδικού σταθμού και φώναζα: «Μαμά!».
Έτσι, ξεκίνησε η εποχή των περιπλανήσεων της Ράντα στα διάφορα ορφανοτροφεία. Η Μαρία Ροστισλάβοβνα ζούσε μόνο με την ελπίδα να ξανασυναντήσει την κόρη της. Πέρασε 15 ολόκληρα χρόνια στις φυλακές και στα στρατόπεδα βαριών καταναγκαστικών έργων, σε χρυσορυχεία, στοές ορυχείων, στην υλοτομία, στα καμίνια των πλινθοποιία. Την χτυπούσαν, της έσπασαν όλα τα δόντια. Από μία όμορφη γυναίκα μετατράπηκε σε μία ρυτιδιασμένη γριά. Δεν κατάφεραν όμως να τσακίσουν την ψυχή της. Κάποτε, σε ένα ορυχείο έσωσε τριάντα συγκρατούμενές της. Βλέποντας ένα καμινέτο να τρέχει με ορμή κατά πάνω τους, προσπάθησε να το σταματήσει με το σώμα της. Επί τρεις μήνες ήταν χωρίς τις αισθήσεις της, αλλά οι συγκρατούμενές της έδιναν αίμα για να την κρατήσουν ζωντανή.
Όλα αυτά τα χρόνια, μετρούσε απώλειες. Η μεγαλύτερη αδελφή της, η Μαρία, δεν άντεξε και πέθανε από έμφραγμα. Ένας αδελφός της πνίγηκε, ο άλλος χάθηκε στα Γκουλάγκ. Ο μόνος που σώθηκε ήταν ο Αντρέι, ο οποίος άλλαξε το επίθετό του από Καπνίστ σε Κοπνίστ, πράγμα που δεν αποδέχτηκαν ποτέ τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Μέσα στην περιδίνηση της διαρκών τραγωδιών, υπήρχε και ένας άνθρωπος, ένας πιστός φίλος που την βοήθησε να επιβιώσει. Ο Γκεόργκι Γιεβγκένιεβιτς Χολοντόφσκι, γνώριζε την Μαρία από τότε που ήταν μόλις επτά χρονών. Νεαρός τότε, ήταν ερωτευμένος με την μεγαλύτερη αδελφή της. Όταν η αδελφή της πέθανε, ο Γκεόργκι χάθηκε από τη ζωή τους. Δέκα χρόνια αργότερα, συναντήθηκαν τυχαία στην Πετρούπολη. Είχαν ένα σύντομο ειδύλλιο, αλλά η ευτυχία τους δεν κράτησε πολύ. Συνέλαβαν την Μαρία και στον Γκεόργκι είπαν πως σκοτώθηκε. Μόνο όταν άρχισαν να έρχονται στο στρατόπεδο δέματα, η Μαρία κατάλαβα πως ο Γκεόρκι είναι ζωντανός.
Το 1958 με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Ε.Σ.Σ.Δ. η Μαρία Καπνίστ αποκαταστάθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια, μόνο ο Γκεόργκι της συμπαραστάθηκε.
Ο Γκεόργκι την περίμενε στον σταθμό με μια τεράστια ανθοδέσμη. Η Μαρία κατέβηκε από το τραίνο. Την θυμόταν νεαρή, δροσερή και όμορφη. Ήταν, όμως πια, μία ρυτιδιασμένη γριά. Δεν την αναγνώρισε. Πηγαινοερχόταν στο σταθμό, προσπαθώντας να την ξεχωρίσει ανάμεσα στους υπόλοιπους επιβάτες. Εκείνη στεκόταν όρθια και τον κοιτούσε από μακριά. Όταν όλοι έφυγαν κι απέμειναν οι δύο τους στην τεράστια, άδεια αίθουσα στο σταθμού, την πλησίασε και της είπε: «Δεν σας υποδέχτηκε κανείς κι εγώ δεν υποδέχτηκα εκείνη που περίμενα». Της έδωσε τα λουλούδια και γύρισε να φύγει. Εκείνη την στιγμή, η Μαρία του είπε ποια είναι. Ο Γκεόργκι έμεινε εμβρόντητος.
Στην συνέχεια, ο Γκεόργκι θα της προτείνει πολλές φορές να παντρευτούν, μα εκείνη αρνήθηκε.
Μετά από 15 χρόνια η Μαρία Καπνίστ, ελεύθερη πια, αποφάσισε να μετακομίσει στο Κίεβο. Το πρώτο διάστημα κοιμόταν στον σιδηροδρομικό σταθμό, σε χωματερές σκουπιδιών, σε τηλεφωνικούς θαλάμους. Για λίγα χρήματα εργαζόταν ως μασέρ, οδοκαθαριστής, έκανε διάφορες δύσκολες δουλειές. Ήταν, άλλωστε, μαθημένη από τα Γκουλάγκ.
Μία ημέρα, φορώντας έναν γκρίζο επενδύτη, στεκόταν μπροστά στο ταμείο ενός κινηματογράφου. Την πλησίασε ένας νεαρός, ο σκηνοθέτης Γιούρι Λίσενκο και την ρώτησε: «Σε ποια ταινία παίζετε;» Αυτή η γνωριμία της άλλαξε τη ζωή. Ο Λίσενκο την πήρε μαζί του στα γυρίσματα της ταινίας «Ταυρία».
Η Μαρία γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην πρώτη της εμφάνιση και τράβηξε την προσοχή πολλών σκηνοθετών των κινηματογραφικών στούντιο «Ντοβζένκο» της Ουκρανίας. Άρχισε να συμμετέχει στην μία ταινία μετά την άλλη. Έπαιζε πάντα ρόλους σκυθρωπών και αυστηρών γυναικών. Αργότερα, άρχισε να παίζει την κόμισα, την κυρία της καλής κοινωνίας, της μυστηριώδους γριάς, της τσιγγάνας, της μάγισσας. Παρά τα εβδομήντα της χρόνια, παρέμενε αδύνατη, ευθυτενής και ιδιαίτερα ευέλικτη, υποστηρίζοντας με τον χορό και τις χειρονομίες της τους διάφορους ρόλους. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, αφού τα στρατόπεδα της είχαν πάρει την νιότη και την ομορφιά. Συνήθιζε δε να υπογράφει τις φωτογραφίες της με την φράση «Με αγάπη, η Μπάμπα Γιαγκά σου». Συνολικά, η Μαρία Καπνίστ, συμμετείχε σε 120 ταινίες, πολλές από τις οποίες παραμένουν κλασσικές του σοβιετικού κινηματογράφου, δημιουργώντας μία ολόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων.
Τα χρόνια που έζησε, όμως, στα στρατόπεδα, της άφησαν ως κληρονομιά την κλειστοφοβία. Απέφευγε να διασχίζει τις υπόγειες διαβάσεις των φαρδιών λεωφόρων του Κιέβου, πράγμα που την οδήγησε στο θάνατο. Σε ηλικία 79 ετών η Μαρία Καπνίστ χτυπήθηκε από διερχόμενο αυτοκίνητο στην λεωφόρο της Νίκης του Κιέβου. Κατά την παραμονή της στο νοσοκομείο, κρύωσε και πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1993. Η κόρη της, την έθαψε στον οικογενειακό τάφο στο χωριό Βελίκαγια Ομπουχόφκα στην περιοχή της Πολτάβα.