Written by 9:52 am Ιστορία

Άννα Τιμιριόβα – Αλεξάντρ Κολτσάκ: ο έρωτας στην περιδίνηση της τραγωδίας

του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Για την Άννα Βασίλιεβνα Τιμιτριόβα δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα. Ξέρουμε πως γεννήθηκε το 1896 στο Κισλοβόντσκ και πως ο πατέρας της ήταν ο διάσημος μουσικός εκείνη την εποχή Βασίλι Σαφόνοφ.

Το 1911 παντρεύτηκε τον κόμη Σ. Τιμιριόφ και το 1915 γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα τον ναύαρχο Αλεξάντρ Κολτσάκ. Τρία χρόνια αργότερα, μέσα στις φλόγες της ρωσικής τραγωδίας του πιο σκληρού εμφυλίου πολέμου του 20ου αιώνα, χώρισε τον σύζυγό της και μετά από μία περιπετειώδη διαδρομή, έφτασε στο Ομσκ, στο αρχηγείο του Κολτσάκ, ο οποίος ως ανώτατος κυβερνήτης της Ρωσίας διοικούσε το κίνημα της Λευκής Φρουράς που αγωνιζόταν κατά των Μπολσεβίκων. Έτσι, ταύτισε την μοίρα του με τη δική του.

Εκείνον, χωρίς δίκη, απολογία, παρουσία δικηγόρου και καμία απολύτως εγγύηση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, τον εκτέλεσαν, τον έγδυσαν και πέταξαν το πτώμα του στην τρύπα ενός παγωμένου ποταμού.

Εκείνη, έμεινε για 30 ολόκληρα χρόνια σε φυλακές και στρατόπεδα.

Την στιγμή που οι Μπολσεβίκοι συνέλαβαν τον ναύαρχο Κολτσάκ, η Άννα Βασίλιεβνα πλησίασε τους στρατιώτες και τους είπε:

– Συλλάβετε κι εμένα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν.

Στον ατομικό της φάκελο στο στρατόπεδο Καρλαγκ αναφέρει ως ημερομηνία σύλληψη τον Ιανουάριο του 1920 και ως πρώτο μέρος εγκλεισμού την φυλακή του Ιρκούτσκ. Την εποχή εκείνη, στην ίδια φυλακή ήταν και Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς Κολτσακ. Οι δεσμοφύλακες του επέτρεπαν να συναντιούνται.

Ο Κολτσάκ την αγαπούσε πολύ, ωστόσο δεν φανέρωνε τα αισθήματά του γι’ αυτή, θέλοντας να την προφυλάξει.

Απόσπασμα από το πρακτικό της ανάκρισης του Κολτσάκ:

Πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής Κ. Α. Ποπόφ: Οικειοθελώς ζήτησε να συλληφυεί η κυρία Τιμίρεβα. Ποια είναι η σχέση σας μαζί της;

Κολτσάκ: Είναι μια παλιά, καλή γνωστή μου. Ήταν στο Ομσκ, όπου εργαζόταν στο ραφείο και έραβε εσώρουχα τα οποία στη συνέχεια έδινε σε αρρώστους και τραυματίες. Έμεινε στο Ομσκ μέχρι το τέλος και στη συνέχεια, όταν έπρεπε να φύγω για τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, ανέβηκε μαζί μου στο τραίνο. Με αυτό το τραίνο ταξίδεψε, μέχρι που με συνέλαβαν οι Τσέχοι. Όταν με έφεραν εδώ, θέλησε να μοιραστεί την τύχη μου.

Ποπόφ: Πείτε μας ναύαρχε, είναι η σύντροφός σας;

Κολτσάκ: Όχι”.

Προφανώς, ο ναύαρχος δεν ήθελε θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της αγαπημένης μου.

Η ίδια ποτέ δεν δίσταζε να ομολογήσει την αγάπη της για τον ναύαρχο.

Στη δήλωσή της προς τον γενικό εισαγγελέα της Ε.Σ.Σ.Δ. από το στρατόπεδο Καρλάγκ, σημείωνε:

Στις 15 Ιανουαρίου 1920 με συνέλαβαν στο Ιρκούτσκ πάνω στο τραίνο του Κολτσάκ. Την εποχή εκείνη ήμουν 26 ετών. Τον αγαπούσα αυτόν τον άνθρωπο και δεν μπορούσα να τον εγκαταλείψω τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Αυτό είναι ουσιαστικά το μοναδικό μου φταίξιμο”.

Σήμερα, αισθήματα οργής και ντροπής κυριεύουν τον αναγνώστη των πρακτικών της ανάκρισης του Κολτσάκ. Οι Μπολσεβίκοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να ταπεινώσουν και να τον κάνουν να ομολογήσει ότι είναι εχθρός του λαού. Αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι τους μέχρι το τέλος, παραμένοντας πιστός στον όρκο του αξιωματικού.

Την στιγμή που τους πήραν για εκτέλεση, τους διάβασαν την καταδικαστική απόφαση. Το μόνο που είπε ήταν:

Πώς; Χωρίς δίκη;

Αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και πέθανε περήφανος.

Μετά την εκτέλεσή του η Άννα Βασίλιεβνα έμεινε άλλα τριάντα χρόνια σε φυλακές και στρατόπεδα

Πέθανε τον Ιανουάριο του 1975 σε ηλικία 80 ετών.

Το 1915 η Άννα Βασίλεβνα έγραψε στον Αλεξάντρ Κολτσάκ

Το απόγευμα πέρασα μέσα από τον πύργο Μιχαήλοφσκι, άκουσα κάτι παιδιά να μαλώνουν:

Δικό μου είναι! Δώσ’ το μου!

Όχι, είναι δικό μου

Και ξαφνικά όλα έγιναν ανάλαφρα και ξεκάθαρα, όπως όταν καθαρίζουν ένα τζάμι. Όλα θα γίνουν.Όλα ήδη υπάρχουν. Εξαφανίστηκε το δικό μου και το δικό σου. Κάθε πρωί, ανοίγω τα μάτια και χαμογελάω. Ζω και περιμένω. Αυτό είναι ανταμοιβή και όχι τιμωρία. Γιατί ενάντια σε όλους τους νόμους της φυσικής, όταν δίνεις αντί να τελειώσει, συνεχίζεται. Φανταστείτε, νιώθω ότι κρατάω στην παλάμη μου μία μεγάλη και απίστευτα στρογγυλή φωτισμένη σφαίρα. Είναι ευλογία, δώρο κι ευτυχία. Συμβαίνει, μην γελάτε, το ξέρω. Στέκομαι στο κατώφλι ενός πρωτόγνωρου, τεράστιου κόσμου. Μπορεί να προσπαθούμε να μαντέψουμε το μέλλον, όπως λέει ο Απόστολος “μέσω από ένα θολό τζάμι”, αλλά είμαι μαζί μας η Πίστη, η Ελπίδα και η Αγάπη. Η Αγάπη πιο πολύ απ’ όλα…

Το τελευταίο γράμμα του Αλεξάντρ Κολτσάκ που έστειλε λίγα κελιά πιο πέρα, όπου ήταν φυλακισμένη η Άννα Βασίλιεβνα Τιμίρεβα:

Ακριβή μου περιστέρα, έλαβα το σημείωμά σου, σε ευχαριστώ για την τρυφερότητα και την φροντίδα σου για μένα. Δεν ξέρω τι να κάνω με το τελεσίγραφο του Βοϊτσεχόφσκι, νομιζω όμως πως δεν πρόκειται να βοηθήσει σε τίποτα ή μάλλον θα επιταχύνει το αναπόφευκτο τέλος. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό που είπαν: “το Σάββατο οριστικά δεν θα μπορείτε να κάνετε περίπατο μαζί στην αυλή της φυλακής”; Μην ανησυχείς για μένα. Νιώθω ήδη καλύτερα, το κρυολόγημα περνάει. Νομίζω πως η μεταφορά σε άλλο κελί είναι αδύνατη. Μόνο εσένα σκέφτομαι και την τύχη σου, αυτό είναι το μόνο που με ανησυχεί. Δεν ανησυχώ για μένα, γιατί όλα είναι εκ των προτέρων γνωστά. Παρακολουθούν κάθε μου βήμα και μου είναι πολύ δύσκολο να γράφω. Γράφε μου. Τα σημειώματά σου είναι η μοναδική χαρά που μπορώ να έχω. Προσεύχομαι για σένα και υποκλίνομαι στην αυτοθυσία σου. Γλυκιά μου, λατρεμένη μου, μην ανησυχείς για μένα, να προσέχεις. Τον Γκαϊντού τον συγχώρεσα. Αντίο, σου φιλώ τα χέρια”.

(Visited 9 times, 1 visits today)
Close