Written by 9:37 am Ποίηση, Φύλλα

Αγλαΐα Σολοβιόβα Οι τρυφεροί σου άγγελοι

Μου άρεσαν οι τρυφεροί σου άγγελοι. Όλοι σου οι άγγελοι είχαν το ίδιο όνομα. **η** ή **ο**.  

Μου άρεσε να κοιτάζω τα λόγια σου, πριν ακόμη γλιστρήσουν στην ατμόσφαιρα του δωματίου μας, πριν περάσουν το άνοιγμα της και πόρτας, πριν ξεπορτίσουν από την αυλή. Τράβα τώρα και ψάξε τα λόγια σου. Πέταξαν, όπως όλες οι Αννούλες σου.  

Ο κόσμος ολάκερος αντηχεί την βροντερή φωνή σου: σε κάθε σταυροδρόμι, σε κάθε τραίνο, σε όλες τις τσέπες. Βάζω το χέρι στην τσέπη και ψαχουλεύω με τα δάχτυλα τα λόγια του, τα νύχια της φωνής σου. Γαργαλιέμαι. Πώς τα φουσκώνεις έτσι, αγαπημένη μου, αγαπημένε μου;! Κοίταξα τις πικραλίδες των ματιών σου, όταν ήσουν τόσο τρυφερή. Οι πικραλίδες μοσχοβολούσαν και δεν ξέραμε ποιος από τους δυο μας θα πετάξει πρώτος: εγώ ή οι πικραλίδες σου. 

Μερικές φορές θυμάμαι εκείνα τα πικάντικα βράδια μας, όταν με τον Ερνέστο μαζευόταν σε μία γωνιά του καφέ, καθόμασταν σε ένα στρογγυλό τραπεζάκι που κουνιόταν επειδή ήταν ελαττωματικό το ένα του πόδι. Όταν στήριζα τα χέρια μου, έγερνε προς την μεριά μου και ο χυμένος καφές από το φλιτζάνι κυλούσα σαν ποταμάκι, ενώ μία σταγόνα έπεφτε στο γόνατό μου. Αν έγερνα στην πλάτη της καρέκλας, τότε το τραπεζάκι έγερνε προς την πλευρά του Ερνέστου.  

Οι τοίχοι ήταν ποτισμένοι με κρασί: στον πάγκο του μπαρ η μυρωδιά του Καμπερνέ του 1926 ήταν πιο έντονη από τις άλλες, ενώ στην δική μας ήταν η μυρωδιά του Σαβινιόν του 1934. Στο κέντρο, οι μυρωδιές ανακατεύονταν τόσο πολύ που κανείς σομελιέ δεν μπορεί να καθορίσει τι είδους κρασία πουλούν εδώ.  

Ή το άλλο.  

Θυμάμαι, το τηλέφωνο να χτυπάει στις έξι το πρωί. Κουδουνίζει με την φωνή σου. Μέσα στον ύπνο μου δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Πετάγομαι, τρέχω από τον δεύτερο όροφο, κατεβαίνω την σκάλα, ξυπόλυτη, πατώντας πάνω στο πάτωμα που πάγωσε κατά τη διάρκεια της νύχτας, αρπάζω το ακουστικό.  

Πού είσαι; Σε περιμένω εδώ και δεκαπέντε λεπτά. Βγες γρήγορα… Πού – πού – στο παγκάκι δίπλα στο κεντρικό ταχυδρομείο. Φέρε μου κάτι. Δεν ξέρω. Το καπέλο, μία λεμονάδα, ότι σου είναι εύκολο. Βάλε την φαντασία σου να δουλέψει, για όνομα του Θεού!… Τα έχουμε πει. Αν δεν θυμάσαι, δεν φταίω εγώ. Τα Χριστούγεννα σου είπα πως όταν έρθει το καλοκαίρι, θα πάμε με τα ποδήλατα στην λίμνη. Από νωρίς το πρωί. Σήμερα είναι 1η Ιουνίου. Η 1η Ιουνίου είναι η πρώτη ημέρα του καλοκαιριού. Έχει κανένα γλυκό; Γλειφιτζούρι ή κουλουράκι, κάτι. Θέλω τόσο πολύ κάτι γλυκό!  

Κι εγώ έφτιαξα ένα αναψυκτικό από μαρμελάδα φράουλα, το πήρα μαζί μου (γλυκό, σαν λεμονάδα) και υπάκουα ήρθα στο προκαθορισμένο μέρος, αφού είχαμε συμφωνήσει.  

Ο Ρέι καθόταν στο παγκάκι, δίπλα στο ταχυδρομείο, φορώντας ένα αστείο ψάθινο καπέλο και μασουλώντας ένα χορταράκι. Το ύφος του ήταν θριαμβευτικό κι ατάραχο. 

— Ρέι, σου έφερα αναψυκτικό. Από φράουλα.  

Με κοίταξες με μάτια – πικραλίδες και τα μισόκλεισες από την αντηλιά.  

Τότε όμως, το ογδόντα επτά στο Δυτικό Βερολίνο είχες πει: “Το τραγούδι αυτό το αφιερώνω σε όλους εσάς και σε όλους τους φίλους μας από την άλλη πλευρά του τείχους”,- κι άρχισες να τραγουδάς και με κάθε σου λέξη άνθιζαν οι άγγελοι – πικραλίδες σου και κόβονταν και πετούσαν και προσγειώνονταν στις χούφτες των ηρώων, οι οποίοι όλοι την νύχτα στέκονταν από την άλλη πλευρά κι άκουγαν τη φωνή σου, ανέπνεαν την ανάσα σου. Κρατούσαν στις χούφτες τους αγγέλους και έκλαιγαν.  

Θυμάμαι ένα ολόκληρο λειμώνα με λόγια που είπες και χιλιάδες λειμώνες με λόγια που δεν είπες. Λόγια που δεν είπες, μα που με μεγάλη ακρίβεια φαίνονται στον καθρέφτη του φουαγιέ του μικροσκοπικού θεάτρου της Τιφλίδας. Όμορφες σκέψεις – σαπουνόφουσκες. Τόσο ελαφριές και ζωντανές.  

Μπορούσα για ώρες ολόκληρες να βλέπω πως μεταγγίζονται σε ηλεκτρικά φωτάκια, η μία μέσα στην άλλη, γίνονται σαπουνοσύννεφα και διαλύονται.  

Αν όμως άξαφνα φανεί μία ηλεκτρική φλογίτσα στα μάτια σου, πάει να πει πως όπου να ‘ναι θα βγει από τα χείλη σου η τρυφερή λέξη και θα πετάξει, θα ταξιδέψει στον κόσμο και θα γίνει κουλουράκι στην τσέπη μου.  

Μου άρεσαν τόσο πολύ οι εύθραυστες σαπουνόφουσκες, που άρεσαν τόσο πολύ οι ομπρελίτσες των πικραλίδων σου, οι τρυφεροί άγγελοι με το ίδιο όνομα. Και, κάθε μας συνάντηση: στο σκοτεινό καφέ, στο μικρό θεατράκι, στην θορυβώδη συναυλία, στο πρωινό παγκάκι. Μου αρέσεις. Αγαπημένε μου. Αγαπημένη μου.  

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

(Visited 1 times, 1 visits today)
Close