Written by 6:51 pm Δοκίμιο

Αντρέι Μπέλι Η Αποκάλυψη στη ρωσική ποίηση

Η Αποκάλυψη στη ρωσική ποίηση[1]

 

Πανμογγολισμός

Βλ. Σολοβιόφ

Σε προαισθάνομαι

Α. Μπλοκ[2]

Ι

Δεν υπάρχει καμία διαίρεση. Η ζωή είναι ενιαία. Η εμφάνιση του πλήθους είναι μια απλή αυταπάτη. Όσους διαχωρισμούς κι αν κάνουμε στα φαινόμενα του κόσμου, οι διαχωρισμοί αυτοί δεν είναι α-νύπαρκτοι και α-νόητοι. Τους δημιουργούν τα διάφορα είδη σχέσεων ενός ενιαίου προς εαυτόν. Το πλήθος εμφανίζεται ως ενδιάμεσο της ενότητας, – ως διαφορά των πτυχών του ιδίου υφάσματος από το οποίο αποτελούνται. Μόλις σχιστεί το πέπλο από τον κόσμο αμέσως όλα αυτά τα εργοστάσια, οι άνθρωποι, τα φυτά εξαφανίζονται ∙ ο κόσμος ως ωραία κοιμωμένη, παρουσιάζεται στην ολότητά του, τινάζει το μαργαριταρένιο σκουφάκι ∙ η μορφή αρχίσει να λάμπει ∙ τα μάτια είναι σαν το γαλανό χρώμα ∙ τα μάγουλα σαν κατάλευκα σύννεφα ∙ τα χείλη σα φωτιά. Σηκώνεται και γελάει η καλλονή. Τα μαύρα σύννεφα, τα οποία την απέκρυπταν, θα τα διαπεράσουν οι αχτίδες της ∙ θα εκραγούν με φωτιά και αίμα ∙ θα πάρουν τη μορφή του δράκου: ιδού ο ηττημένος κόκκινος δράκοντας θα διαλυθεί μέσα στον καθάριο ουρανό.

ΙΙ

Ήταν η άνοιξη του 1900. Οι μαύρες φτερούγες του μέλλοντος σκέπαζαν τις μέρες και μέσα στην ψυχή κυριαρχούσαν τα ταραγμένα όνειρα. Μπροστά στην ανθρωπότητα ανοιγόταν ένας μοναδικός δρόμος. Εμφανίστηκε το πλαίσιο της θρησκείας του μέλλοντος. Έγινε αισθητή η ανάσα της Αιωνίας Θηλύτητας.

Η διάλεξη του Σολοβιόφ «Περί του τέλους της παγκόσμιας ιστορίας» ακούστηκε σαν βροντή. Ο μεγάλος μυστικιστής όμως είχε δίκιο. Τον θυμάμαι με τα μάτια του να κοιτάζουν επίμονα το κενό, τα μαλλιά του που έφταναν μέχρι τους ώμους, το ειρωνικά ήρεμο επιφανειακά μα βυθισμένο σε φλεγόμενες σκέψεις ύφος του. Κοφτά, ξεκάθαρα ακούγονταν τα λόγια του σαν θραύσματα αστραπών, αστραπών που φώτιζαν το μέλλον ∙ και η καρδιά αιχμαλωτιζόταν από εκείνη την απόκρυφη γλύκα, όταν με χάρη έσκυβε πάνω από το χειρόγραφο η μορφή του που έμοιαζε με βιβλικό προφήτη ∙ και η μία εικόνα μετά την άλλη εμφανίζονταν μέσα στην ομίχλη που μας χώριζε από το μέλλον. Σκιαγραφήθηκε μια ολόκληρη σειρά παγωμένων κορυφών, απότομων χιονισμένων βουνών, τα οποία έπρεπε να διασχίσουμε, προκειμένου να μην πέσουμε στον γκρεμό. Και από τις σκοτεινές χαράδρες υψωνόταν ο καπνός των σύννεφων ∙ οι αχτίδες του ήλιου, λούζοντας τα σύννεφα με αίμα, εμφάνιζαν μέσα στους ατμούς τους τη μελλοντική μορφή του φλεγόμενου από οργή δράκου.

Από τις αιώνιες όμως κορυφές του πλατωνισμού και της διδασκαλίας του Σέλλινγκ ο Σολοβιόφ είδε το ροδαλό χαμόγελο της Οικουμενικής Ψυχής. Κατανόησε και τη γλυκύτητα του «Άσματος Ασμάτων» και τον οιωνό της «λουσμένης στον ήλιο Θηλύτητας»[3]. Και να που από αυτό το φιλοσοφικό ύψος κατέβηκε σε τούτο τον κόσμο για να δείξει στους ανθρώπους τους κινδύνους που τους απειλούν, τις εκστάσεις που τους ήταν άγνωστες. Και στα άνετα δώματα ακούστηκε η βραχνή φωνή του και τα μακριά του χέρια τρεμάμενα γυρνούσαν τη μια σελίδα μετά την άλλη. Πολεμούσε ενάντια στη φρίκη, δυνατός και κυρίαρχος ∙ θα νόμιζε κανείς πως δεν γυρνούσε σελίδες, μα έβγαζε τη μάσκα πίσω από την οποία είχε κρύψει ο εχθρός την αλήθεια. Και η μία μάσκα μετά την άλλη έφευγαν ∙ και η μία μάσκα μετά την άλλη διαλύονταν σαν το πέπλο της ομίχλης. Και άναψε η στάχτη. Και η κακιά φλόγα της γήινης φωτιάς άναψε. «Όλα, όμως, στροβιλιζόμενα, εξαφανίζονταν στο σκοτάδι»[4] – εμείς όμως, καθόμασταν γύρω από το τραπέζι με το τσάι κι ακούγαμε τα αστεία. Τα οράματα όμως που είχε εκείνος προκαλέσει, στέκονταν απειλητικά στα ανοιξιάτικα παράθυρα με τις χρυσαφένιες αστραποφεγγιές.

Με είχε εντυπωσιάσει όχι τόσο το «Αφήγημα για τον αντίχριστο», όσο τα λόγια των ηρώων: «Να εγώ από πέρσι είχα ήδη αρχίσει να προσέχω, και όχι μόνο στην ατμόσφαιρα, αλλά και στην ψυχή: δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα… Μια κάποια ανησυχία, ένα προαίσθημα για κάτι πολύ κακό» («Τρεις συζητήσεις»). Στα λόγια αυτά εγώ κατανόησα όλα όσα ήταν ακατανόητα στα προσωπικά μου βιώματα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ρώτησα τον Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς αν υπογραμμίζει συνειδητά τα λόγια σχετικά με την ανησυχία, παρομοιάζοντάς την με τον καπνό που περιβάλλει τον κόσμο. Ο Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς είπε ότι η υπογράμμιση γίνεται συνειδητά εκ μέρους του. Στη συνέχεια τα λόγια περί «καπνού» επιβεβαιώθηκαν κυριολεκτικά, όταν ξέρασε ο λαιμός του ηφαιστείου και η μαύρη στάχτη, σα δίχτυ, σκορπίστηκε σε όλη τη γη, προκαλώντας μια «πορφυρή λάμψη των ματιών». Από τότε κατάλαβα πως οι αιτίες, οι οποίες εμφανίζουν μπροστά μας αυτό το δίχτυ που ρίχτηκε στον κόσμο, βρίσκονται στα βάθη της ατομικής συνείδησης. Τα βάθη όμως της συνείδησης βρίσκονται στην καθολική, οικουμενική ενότητα. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι ο καπνός, που εμποδίζει το πνευματικό βλέμμα, πέφτει στη Ρωσία, αποκαλύπτοντας εκ των έσω όλες τις φρίκες των πολέμων και των αλληλοσφαγών. Εγώ περίμενα απ’ έξω να δω σημάδια που θα υπαινίσσονταν όλα εκείνα που συνέβαιναν στο εσωτερικό. Ήξερα: πάνω από την ανθρωπότητα θα εκραγούν τα πυροτεχνήματα των χιμαιρών.

Και η πραγματικότητα δεν άργησε καθόλου να επιβεβαιώσει αυτές τις προσδοκίες: ακούστηκαν τα λόγια του Ντ. Σ. Μερεζκόβσκι για την αποκαλυπτικών διαστάσεων νεκρότητα της ευρωπαϊκής ζωής, η οποία ετοιμαζόταν να παρουσιάσει τον Μέλλοντα Χαμ. Εμφανίστηκε ένας νέος τύπος, ο οποίος ενσάρκωνε το χάος, βγήκε από τα βάθη και ήταν ο τύπος του βάνδαλου. Απειλητικά εμφανίστηκε το φάντασμα της μογγολικής επιδρομής. Πάνω από την ευρωπαϊκή ανθρωπότητα σηκώθηκε θύελλα, διαλύθηκαν τα σύννεφα σκόνης. Και φάνηκε το κόκκινο φως που σκέπαζε η σκόνη: θαρρείς και ξέσπασε παγκόσμια πυρκαγιά. Πριν από λίγο ο Νίτσε, στις παραμονές πριν χάσει τα λογικά του, προέβλεψε την οικουμενική ιστορική αναγκαιότητα του γενικού σπασμού, σαν γκριμάτσα που γλίστρησε στο πρόσωπο της ανθρωπότητας. Η «παγκόσμια γκριμάτσα» είναι μια μάσκα που φόρεσε η ανθρωπότητα και τρόμαξε ακόμη και τον Βλαντίμιρ Σολοβιόφ. Ο Μερεζκόφσκι υπέδειξε την παγκόσμια τρέλα, η οποία ακονίζει την ανθρωπότητα. Το χάος εκ των έσω μας παρουσιάζεται ως τρέλα, έξωθεν σα διάλυση της ζωής σε αναρίθμητες κοίτες. Το ίδιο ισχύει και στην επιστήμη: η αδέξια εξειδίκευση γεννάει ένα πλήθος μηχανικών και τεχνικών με τη μάσκα της επιστημοσύνης στο πρόσωπο, με χαοτική τρέλα και απουσία κάθε αξίας και αρχής στις καρδιές. Η ανήθικη πρόταξη της επιστήμης δημιουργεί τα τερατουργήματα του σύγχρονου πολέμου με την Ιαπωνία, πολέμου στον οποίο βλέπουμε το σύμβολο του ανερχόμενου χάους. Κοιτάζοντας την μπροσούρα του Λουδοβίκου Νόντο «Δεν ήξεραν», μαθαίνουμε πως όλες οι στρατιωτικές μας επιχειρήσεις δεν ήταν παρά μια οπτική απάτη. Η Ιαπωνία είναι μια μάσκα, πίσω από την οποία όλοι είναι αόρατοι. Το ερώτημα για τη νίκη επί των εχθρών συνδέεται στενά με το πέρασμα της συνείδησης στα βαθύτατα μυστικιστικά ζητήματα της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας, τα οποία πρέπει να επιλυθούν.

Ο Σολοβιόφ είχε προβλέψει την παγκόσμια μασκαράτα, στην οποία συμμετέχουμε. Ο καπνός που αιωρείται στην ατμόσφαιρα, μετά το θάνατο του Σολοβιόφ, είναι αλήθεια ότι χάθηκε, θαρρείς και τον παρέσυρε η βροχή. Ο ουρανός των βαθύτατων ψυχικών βαράθρων καθαρίστηκε. Εκεί μπορέσαμε να διακρίνουμε τα αιώνια, γαλανά ήρεμα μάτια κάπου, μα η σκόνη που αιωρούνταν στον ουρανό, έκατσε πάνω στα αντικείμενα, έπεσε πάνω στα πρόσωπα, σκιαγραφώντας έντονα, σχεδόν διαστρεβλώνοντας τα φυσικά χαρακτηριστικά, δημιουργώντας μια αθέλητη μασκαράτα.

Η θύελλα που σηκώθηκε στη σύγχρονη Ρωσία, η οποία παρέσυρε τη σκέψη, θα πρέπει αναπόφευκτα να δημιουργήσει το φάντασμα της κόκκινης φρίκης, τα σύννεφα καπνού και φωτιάς, γιατί το φως που διαπερνά τη σκόνη, πυρπολεί τα πάντα. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ο διάφανος κόκκινος δράκος, ο οποίος μας έρχεται από την Ανατολή: είναι ομιχλώδη σύννεφα και όχι η πραγματικότητα ∙ και πως ο πόλεμος δεν υπάρχει καν: είναι γέννημα της αρρωστημένης μας φαντασίας, ένα εξωτερικό σύμβολο στον πόλεμο που διεξάγει η οικουμενική ψυχή με την παγκόσμια φρίκη, ένα σύμβολο του αγώνα των ψυχών μας με τις χίμαιρες και τα ύδρες του χάους. Μάταιος είναι ο πόλεμος με τη φρικτή ύδρα: όσα κεφάλια κι αν κόβουμε, άλλα τόσα φυτρώνουν, μέχρι να καταλάβουμε πως η ύδρα είναι διάφανη ∙ είναι μια Μάσκα, φορεμένη στην πραγματικότητα, πίσω από την οποία κρύβεται η Αόρατη ∙ μέχρι να καταλάβουμε ότι η Μάσκα είναι διάφανη, αυτή θα μεγαλώνει, πλάθοντας τις αιμοσταγείς παγκόσμιες ιστορικές εικόνες: απ’ έξω ο ιπτάμενος δράκος ενώνεται με τον κόκκινο πετεινό, με ανοιχτές φτερούγες πάνω από τα παλιά μέρη στα βάθη της Ρωσίας: όλα θα πνιγούν σε μια θάλασσα φωτιάς. Το φάντασμα θα γελάει. Και το «κόκκινο γέλιο»[5] του θα πυρπολήσει την οικουμένη. Η ημέρα της κρίσης για εκείνους που έχουν τυφλωθεί από τη φρίκη, δεν θα είναι παρά μόνο το παγκόσμιο «κόκκινο γέλιο» της φρίκης.

Κατηγορούν τον Λεονίντ Αντρέγιεφ για υποκειμενισμό: αντί να περιγράφει τη μαζική κίνηση των στρατευμάτων ή την καθημερινή εικόνα του πολέμου, αυτός σαν να ονειροπολεί ∙ αυτός όμως είναι ο δικός του τρόπος με τον οποίο διεισδύει στην πραγματικότητα. Ιδού τα λόγια του αυτόπτη μάρτυρα του πολέμου: «Στο σύγχρονο πόλεμο όλα είναι μυστηριώδη, αφηρημένα, μακρινά, αόρατα ∙ είναι ο πόλεμος των χειρονομιών, των εναέριων συναγερμών, των ηλεκτρικών ή γεωγραφικών σχέσεων… Πλησιάστε τους αντιπάλους και δεν θα δείτε τίποτα… Αν είναι πυροβολαρχία, τότε θα είναι κρυμμένη καλά μέσα στο έδαφος, θα νομίσετε πως απλά, άσκοπα και ανόητα βάλλει στο διάστημα… Μονίμως θα είστε θύματα μιας φαντασμαγορίας… Είναι ένας πόλεμος… αόρατος, χωρίς φόρμα, κρυφός… Ποιος κατέλαβε το Λιαογιάν; Ο ιαπωνικός στρατός; Ναι, φυσικά, ο ιαπωνικός στρατός, μα με τη βοήθεια του εφιάλτη… η άγνοια της πραγματικότητας, να η ουσία της πρώτης εκστρατείας» (Λουδοβίκος Νοντό). Μαθαίνω την πραγματικότητα, σημαίνει να σκίσω τη μάσκα με την Αόρατη που κρύβεται κάτω από πολλά προσωπεία. Ο Σολοβιόφ προσπάθησε να μας υποδείξει ευγενικό προσωπείο του ψεύδους, το οποίο ο εχθρός το έχει φορέσει στη μορφή Εκείνης, η Οποία ενώνει το διαχωρισμένο από τη γη ουρανό των ψυχών μας σε μια άφατη ενότητα. Μόνο τα λαμπερά φυλλαράκια των αιώνιων ρόδων μπορούν να καταλαγιάσουν το πύρωμα των φλογών της κόλασης που τώρα πια αγγίζουν τον κόσμο, η Αιώνια Σύζυγος θα σώσει την ανθρωπότητα λίγα λεπτά πριν το θανάσιμο κίνδυνο. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το γεγονός ότι η αιώνια θηλυκή μορφή της Μπρουνχίλντα, περιβάλλεται από ένα φλεγόμενο ποτάμι. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι την φυλάει ο Φαφνέρ, ο τρομακτικός δράκος. Ο Σολοβιόφ μας υπέδειξε το προσωπείο της τρέλας, η οποία απειλεί τον κόσμο και κάλεσε όλους όσους έχουν σαγηνευτεί από το φάντασμα, να εμβαθύνουν για να μην χάσουν τα λογικά τους. Η εμβάθυνση όμως στις αιώνιες – θηλυκές πηγές της Ψυχής σημαίνει να εμφανιστεί η μορφή Της ενώπιον όλων. Στο σημείο αυτό αρχίζει η θεουργική ισχύς της ποίησής του, με την οποία συνέπεσε τόσο η πανθεϊσμός του Φετ, ο ατομικισμός του Λέρμοντοφ με τα επουράνια οράματα των χριστιανών γνωστικών.

Δεν ξαναείδα τον Σολοβιόφ μετά από εκείνο, το αλησμόνητο για μένα, απόγευμα, αλλά από τότε έμαθα πολλά. Δεν καταλάβαινα στον Σολοβιόφ εκείνες τις αιώνιες επικλήσεις προς την Επουράνια Φίλη, αλλά η αυγή, η οποία περιέβαλε τον ορίζοντα, καθησύχαζε τις ανησυχίες μου. Κατάλαβα ότι αυτές οι ανησυχίες δεν έχουν σχέση με εμένα προσωπικά, αλλά απειλούν τους πάντες. Εκείνες τις ημέρες κατάλαβα τον οικουμενικό χαρακτήρα των κόκκινων χαμόγελων και των γαλανών επουράνιων ματιών. Είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πως όπως στο σύγχρονο πόλεμο όλα είναι μυστηριώδη, αμήχανα, μακρινά, αόρατα, αφηρημένα, έτσι και τα μυστικιστικά κύματα κυλούν στον κόσμο για να συγκρουστούν στη μάχη: η μάχη αυτή αρχίζει όχι από τις πράξεις που γίνονται ορατά, αλλά από τη μάχη των χειρονομιών του εναέριου συναγερμού. Όλα ξεκινούν από τις στιγμιαίες βουβές αστραποφεγγιές. Μα οι αστραποφεγγιές μεγαλώνουν. Η βουβαμάρα τους ερεθίζεται από τις βροντές. Τότε αρχίζει η υλοποίηση των συμβόλων που αναδύθηκαν: τα περιβάλλοντα εμάς αντικείμενα γίνονται σύμβολα, εμφανίζονται οι άνθρωποι – μάσκες. Τελικά οι μάσκες πέφτουν και περνούν από μπροστά μας πρόσωπα, σφραγισμένα από την αυγή. Αυτή ενσαρκώνεται στον κόσμο. Λιώνουν τα παγωμένα δεσμά του σκότους. Η καρδιά ακούει την πτήση της άνοιξης…

ΙΙΙ

 Στόχος της ποίησης είναι να βρει τη μορφή της μούσας, εκφράζοντας με αυτή τη μορφή την παγκόσμια ενότητα της οικουμενικής αλήθειας. Στόχος της θρησκείας είναι να ενσαρκώσει αυτή την ενότητα. Η μορφή της μούσας μετατρέπεται από τη θρησκεία σε καθολική  μορφή της Ανθρωπότητας, η μορφή της Θηλύτητας, επενδεδυμένη στον Ήλιο. Γι’ αυτό και η τέχνη είναι ο πλησιέστερος δρόμος προς τη θρησκεία ∙ εδώ η ανθρωπότητα, έχοντας γνωρίσει την ουσία της, ενώνεται με την ενότητα της Αιωνίας Θηλύτητας: η δημιουργία, η οποία έχει φτάσει μέχρι το τέλος, άμεσα μετατρέπεται σε θρησκευτική δημιουργία, σε θεουργία. Η τέχνη με τη βοήθεια του μαρμάρου, των χρωμάτων, των λέξεων δημιουργεί τη ζωή της Αιώνας Θηλύτητας ∙ η θρησκεία σκίζει αυτό το παραπέτασμα. Μπορούμε να πούμε πως σε κάθε άγαλμα, φτιαγμένο από μάρμαρο, υπάρχει το χαμόγελο Της και το αντίθετο ∙ Εκείνη είναι η Μαντόνα, φτιαγμένη στους αιώνες. Το πρωταρχικό χάος, το οποίο προέκυψε βάσει των νόμων της ελεύθερης αναγκαιότητας, θεοποιείται, μετατρεπόμενο σε σώμα Της. Αν η Ανθρωπότητα είναι η πλέον υπαρκτή παν-ενότητα, τότε ο λαός είναι ο πρώτος περιορισμός της Ανθρωπότητας. Εδώ έχουμε ενώπιόν μας την έξοδο προς την ενότητα υπό την ελεύθερη και αυθύπαρκτη ανάπτυξη των λαϊκών δυνάμεων. Η μορφή της μούσας θα πρέπει να στεφανώνει την ανάπτυξη της εθνικής ποίησης.

Η ανάπτυξη της ρωσικής ποίησης από την εποχή του Πούσκιν μέχρι τις μέρες μας συνοδεύεται από μια τριπλή αλλαγή της πρωταρχικής της μορφής. Τρία πέπλα φεύγουν από το πρόσωπο της ρωσικής μούσας, τρεις κίνδυνοι απειλούν την εμφάνισή Της. Το πρώτο πέπλο φεύγει με την μούσα του Πούσκιν ∙ το δεύτερο με τη μούσα του Λέρμοντοφ ∙ η αφαίρεση του τρίτου πέπλου έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της Αιώνιας Θηλύτητας. Οι δύο κοίτες σκιαγραφούνται ξεκάθαρα στη ρωσική ποίηση. Η μία έχει την απαρχή της στην Πούσκιν. Η άλλη στον Λέρμοντοφ. Από την σχέση προς τη μία ή την άλλη κοίτη, καθορίζεται ο χαρακτήρας της ποίησης του Νεκράσον, του Τιούτσεφ, του Φετ, του Βλαντίμιρ Σολοβιόφ, του Μπριούσοφ και, τέλος, του Μπλοκ. Τα ονόματα αυτά βρίσκονται βαθιά μέσα στην ψυχή μας: το ταλέντο των προαναφερόμενων ποιητών συμπίπτει με την θεόσταλτη θέση τους στο γενικότερο σύστημα της εθνικής μας δημιουργίας. Ο ποιητής που δεν ασχολείται με την αποκάλυψη των μυστηρίων της δημιουργίας του Πούσκιν ή του Λέρμοντοφ, δεν μπορεί να μας συγκινήσει βαθιά.

Ο Πούσκιν είναι ολοκληρωμένος. Καθ’ ολοκληρίαν συλλαμβάνει έξωθεν όλη την λαϊκή ενότητα. Υπό τους ήχους της λύρας του ενώπιόν μας ορθώνεται η Ρωσία με τους λειμώνες της, τις πόλεις και την ιστορία της. Μας μεταφέρει κυριολεκτικά το πανανθρώπινο ιδανικό, το οποίο βρίσκεται στα θεμέλια της λαϊκής ψυχής: έτσι εξηγείται η ικανότητα της μούσας του να μεταμορφώνεται σε όποια μορφή θέλει. Ασυνείδητα υποδεικνύονται οι βαθιές ρίζες της ρωσικής ψυχής, η οποία φτάνει μέχρι το παγκόσμιο χάος. Η ολοκληρωμένη μορφή της μούσας του Πούσκιν δεν είναι, ωστόσο, η ιδανική ολοκληρωμένη μορφή. Η μορφή της μούσας του δεν είναι ακόμη η φανερή μορφή της ρωσικής ποίησης. Πίσω από τη χιονοθύελλα δεν μπορούμε ακόμη να Την δούμε: το χάος της θύελλας δε,  σχηματίζει ακόμη γύρω Της ένα πέπλο. Εκείνη «κοιμάται ακόμη στο παγωμένο φέρετρο, σαγηνεμένη από τον ύπνο»… δεν επαρκεί το πραγματικό βάθος για την ολότητα του Πούσκιν: η ολότητα αυτή θα πρέπει να διαλυθεί, αναζητώντας το δρόμο για τη μαγεμένη καλλονή. Τα στοιχεία της, τα οποία μας προσφέρουν την εικόνα της λαϊκής ολότητας, θα πρέπει να ομαδοποιηθούν ξανά σε μια νέα ενότητα. Με αυτή την απαίτηση θα αρχίσει ο δρόμος των μακρινών επιγόνων της σχολής του Πούσκιν: στο βάθος της εθνικότητας να προετοιμάσει το άφθαρτο σώμα της Παγκόσμιας Ψυχής ∙ το ανοργάνωτο χάος είναι απλά το σώμα της οργανωτικής αρχής.  Η σχολή του Πούσκιν θα πρέπει, για το λόγο αυτό, να προσεγγίσει το χάος, να του τραβήξει το σκέπασμα και να το υπερβεί. Οι συνεχιστές του Πούσκιν, ο Νεκράσοφ και ο Τσιούτσεφ, θα κομματιάσουν τον ενιαίο πυρήνα του δημιουργικού έργου του Πούσκιν, εμβαθύνοντας τα μέρη της διαλυμένης ενότητας.

Ο εμπνευσμένος ουρανός της ρωσικής φύσης, σκιαγραφημένος από τον Πούσκιν, σκεπάζεται από τα μελαγχολικά γκρίζα σύννεφα του Νεκράσοφ. Εξαφανίζονται οι βαθιές ρίζες, οι οποίες συνδέουν τη φύση του Πούσκιν με την χαοτική επανάληψη: στον γκρίζο ουρανό του Νεκράσοφ δεν υπάρχουν φρίκες, ούτε εκστάσεις, ούτε ερέβη, – υπάρχει μόνο μια νοσταλγική μελαγχολία ∙ το χάος βέβαια της ρωσικής πραγματικότητας, το οποίο παραμένει κρυμμένο στον Πούσκιν κάτω από την ευπρεπή αστεία εξωτερική εμφάνιση, γίνεται εμφανής στον Νεκράσοφ.

Απεναντίας: η φύση του Πούσκιν στον Τιούτσεφ γίνεται τόσο διάφανη, που υπ’ αυτή φαίνεται πλέον:

Άσαρκος ο κόσμος, τρομακτικός μα και αόρατος

Τώρα σα σμήνος πια πετάει στης νύχτας το χάος…

Φουσκώνει η πλημμυρίδα και γρήγορα μας παρασέρνει

Με τα τεράστια κύματα τα σκοτεινά…

Και πλέουμε, από φλεγόμενο χάος

Περιτριγυρισμένοι απ’ όλες τις πλευρές[6]

Ο Τιούτσεφ μας υποδεικνύει ότι οι βαθιές ρίζες της ποίησης του Πούσκιν άθελά τους μετατράπηκαν σε παγκόσμιο χάος ∙ το χάος αυτό έμοιαζε τόσο τρομερό μέσα από τα άδεια μάτια της τραγικής μάσκας της αρχαίας Ελλάδας, κάνοντας ακόμη πιο βαθιά την μεγαλοπρεπή πτήση της δημιουργίας μύθων. Στην περιγραφή της ρωσικής φύσης το δημιουργικό έργο του Τιούτσεφ άθελά του συνομιλεί με το δημιουργικό έργο της Ελλάδας: τόσο παράξενα συμπίπτουν οι μυθολογικές παρεκτροπές του Τιούτσεφ με την περιγραφή της ρωσικής φύσης:

Θαρρείς και η ανάλαφρη Ήβη

Ταΐζοντας του Δία τον αετό,

Με βρόντο ένα καυτό κύπελλο από τον ουρανό

Γελώντας έχυσε στη γη[7]

Η επιρροή του Πούσκιν στον Τιούτσεφ διαλύεται ιδιόμορφα Έτσι κινείται προς: 1) την ενσάρκωση του χάους στις φόρμες της σύγχρονης πραγματικότητας ∙ στην ενσάρκωση του χάους στις φόρμες της αρχαίας Ελλάδας.

Εκπρόσωπος του πρώτου κινήματος είναι ο Βαλέρι Μπριούσοφ. Εκπρόσωπος του δευτέρου ο Βιατσεσλάβ Ιβανόφ, στην ποίηση του οποίου κάτω από τις αρχαίες σχολικές μορφές εντοπίζουμε γνώριμους ήχους.

Στο σημείο αυτό γίνεται κατανοητό ότι ο δρόμος από την εξωτερική απεικόνιση της λαϊκής ολότητας προς την αναζήτηση του ιδανικού άσαρκου σώματος της ρωσικής μούσας περνάει μέσα από τον ατομικισμό. Στα βάθη της ψυχής, «εκεί όπου η φρίκη έχει πολλά πρόσωπα»[8] (Μπριούσοφ), κατάγεται και η συνάντηση και ο πόλεμος. Αλλά και ο Νεκράσοφ με το δικό του τρόπο μας υποδεικνύει το χάος των εξωτερικών συνθηκών της ρωσικής ζωής. Το σχίσμα της ενότητας του Πούσκιν μεταμορφώνονται στον Νεκράσοφ και τον Τιούτσεφ στο ότι και οι δύο διψούν και δεν μπορούν να έρθουν σ’ επαφή με την επιφάνεια του ρεύματος της ρωσικής πραγματικότητας. Και οι δύο επιδιώκουν να εντάξουν την ποίησή τους στα στενά πλαίσια της τάσης: ο Νεκράσοφ στα πλαίσια της τάσης των Ναρότνικων, ο Τιούτσεφ στα πλαίσια της τάσης των Σλαβόφιλων.

Πέραν τούτου, ο Τιούτσεφ είναι ποιητής – πολιτικός και αριστοκράτης, ενώ ο Νεκράσοφ πολίτης. Στην πολιτική υπόσταση του Νεκράσοφ, ωστόσο, βρίσκουμε μια ιδιόμορφη αντίληψη του δημιουργικού έργου του Μπάιρον και του Πετσόριν[9]: εδώ εντοπίζεται η σχέση του με τον Λέρμοντοφ, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω Από την άλλη πλευρά, το αριστοκρατικό στοιχείο στο έργο του Τιούτσεφ αναμειγνύεται με στοιχεία των Ναρότνικων:

Τούτα τα φτωχά χωριά

Τούτη η φύση η φτωχή

Γη αγαπημένη και πολύπαθη

Γη εσύ του ρωσικού λαού[10]

Ο Τιούτσεφ φοβόταν το χάος: «Ω, τις κοιμισμένες θύελλες να μη ξυπνάς: κάτω τους το χάος κινείται». Το χάος του το ακούμε από μακριά, σα να πλησιάσει η νυχτερινή θύελλα. Από την άλλη πλευρά, η χαοτική εικόνα της ρωσικής ζωής είχε σκιαγραφηθεί επιφανειακά από το Νεκράσοφ. Και στον Νεκράσοφ και στον Τιούτσεφ το χάος του βάθους δεν συνδυάζεται ακόμη με το χάος της επιφάνειας, έτσι που οι μορφές της ορατότητας να σχηματίζουν στοιχειά και, απεναντίας, οι καθημερινές μορφές να λειτουργούσαν ως υπαινιγμοί στοιχειών. Εκτός από αυτό, η αριστοκρατικότητα σλαβόφιλου τύπου του Τιούτσεφ έπρεπε να συνδυαστεί με την δημοκρατική πολιτική υπόσταση του Νεκράσοφ στο σημείο της χθόνιας τιτάνιας δύναμης.  Πριν ακόμη βρεθεί το άσαρκο, χθόνιο σώμα της ρωσικής ποίησης, θα πρέπει να προηγηθεί η τελευταία εξέγερση των χθόνιων γιγάντων. Και θα συμβεί: οι άναρχες δυνάμεις θα ξεσπάσουν στην ποίηση του Μπριούσοφ σα σεισμός. Στα βάθη της άναρχης φύσης του εξεγερμένου πνεύματος ο Μπριούσοφ θα εισφέρει την εμπλοκή των εξωτερικών συνθηκών της ζωής. Από την άλλη πλευρά, προσδίδοντας χαοτικό περιεχόμενο στις ακριβείς, σχεδόν στεγνές μορφές του, με κάθε βήμα που κάνει πλησιάζει προς μία σχετική εσωτερική ολότητα. Εκεί εντοπίζεται ο δεσμός αίματος που έχει με τον Πούσκιν: η αρχή του 19ου αιώνα δίνει το χέρι της στην αρχή του 20ου αιώνα. Χάρη στον Μπριούσοφ σήμερα μπορούμε να δούμε την ποίηση του Πούσκιν μέσα από το πρίσμα του βάθους που έχει το δημιουργικό έργο του Τιούτσεφ. Αυτή η νέα οπτική γωνία μας αποκαλύπτει μια πληθώρα προοπτικών. Κλείνει ο κύκλος της ανάπτυξης της σχολής του Πούσκιν, ανοίγει η θεία αποστολή της ρωσικής ποίησης.

Στην ακατάλυτη ολότητα της φόρμας του Μπριούσοφ, η οποία σκιαγραφεί τη γη, το σώμα στερείται, παρόλα αυτά, τη φλόγα που έχουν οι θρησκευτικές εκρήξεις. Το θαυμάσιο σώμα της μούσας του δεν είναι ακόμη ζωντανό, είναι ένα μηχανοποιημένο χάος: είναι ένα αυτόματο που κινείται με ατμό και ηλεκτρισμό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ατμοκίνητη ανάσταση των νεκρών. Η μούσα του είναι σεληνιασμένη. Περιμένει την ίαση στη χώρα της Γαδάρας.[11] Η εκστατική της σχέση της τόσο προς το Θεό όσο και προς το διάβολο είναι καθαρά ζωώδης: «Εμφανίσου σ’ εμάς Θεέ και μισοθερίο»[12]. Αν η θνητή φύση της μούσας του Μπριούσοφ μπορεί να κατανοηθεί στο πνεύμα της δημιουργίας, στα πόδια της μπορούν να εμφανιστούν και το φεγγάρι και τα αστέρια, όπως στα πόδια της Θηλύτητας, που είναι λουσμένη στον Ήλιο. Αν πάλι η θνητή φύση εμφανώς τείνει προς την πλευρά της «ζωώδους» κατάστασης, τότε στα πόδια της θα βρίσκεται το πορφυρό θεριό: θα είναι η Μεγάλη Άσωτη[13]. Και η μορφή της Επουράνιας Θηλύτητας, σε αντιπαράθεση με το θηρίο, γεννήθηκε στα βάθη μιας άλλης κοίτης της ρωσικής ποίησης, η οποία έχει τις απαρχές της στον Λέρμοντοφ.

Η ρωσική ποίηση συνδέεται με τη δυτικοευρωπαϊκή. Αυτή η τελευταία κοσμείται με παγκόσμια σύμβολα: ένα τέτοιο σύμβολο είναι εκείνο της αιώνιας θηλύτητας, το οποίο παρουσιάζεται με τη μορφή της Βεατρίκης, της Μαργαρίτας κλπ. Ένα άλλο σύμβολο είναι ο Προμηθέας, ο Μάνφρεντ. Τα σύμβολα αυτά παρουσιάζονται υπό την σκέπη του αισθητισμού. Η ρωσική ποίηση δανειζόμενη στο πρόσωπο του Λέμοντοφ τα βασικά χαρακτηριστικά του δυτικοευρωπαϊκού πνεύματος, ιδιόμορφα ερμηνεύει τον ανατολικό μυστικισμό, ο οποίος είναι βαθιά ριζωμένος στη ρωσική ψυχή. Οι δυτικοευρωπαϊκές φόρμες εκφράζουν επιφανειακά τα μυστικιστικά βιώματα της Ανατολής. Στον Λέρμοντοφ βλέπουμε τη σύγκρουση των δύο αυτών τρόπων διαμόρφωσης των σχέσεων προς την πραγματικότητα. Ο ατομικισμός αντιπαλεύει με την οικουμενική αρχή. Απομένει είτε η υποταγή του μυστικισμού στην αισθητική είτε το αντίθετο, είτε ο συνδυασμός του μυστικισμού με την αισθητική στη θεουργική ενότητα της θρησκευτικής δημιουργίας. Στην τελευταία περίπτωση απομένει η γέννηση από τα βάθη της ποίησης μιας νέας, άγνωστης μέχρι τη στιγμή εκείνη, θρησκείας.

Να πως εξηγείται το τραγικό στοιχείο της ποίησης του Λέρμοντοφ, η οποία γεννάει, από τη μία πλευρά, τη μορφή του Δαίμονα, της Μαργαρίτας – Ταμάρας, του τρυφερού κόκκινου χαμόγελου της επουράνιας φωτιάς, ενώ από την άλλη πλευρά είναι η νοσταλγική μορφή του Πετσόριν, του Άγνωστου και της Άγνωστης, η οποία κοιτάζει όλη της ζωή στον Λέρμοντοφ «κάτω από τη μυστηριώδη ψυχρή μισή μάσκα»[14]. Το αισθητικό προσωπείο του βαθύτατου παγκοσμίου συμβόλου, το οποίο εμφανίστηκε στο Νίτσε ως τραγική μάσκα, κατά τη σύγκρουση αυτού του συμβόλου με τη θρησκευτική δημιουργία του ανατολικού μυστικισμού μετατρέπεται στον Λέρμοντοφ σε μικρή μάσκα. Η μισή αυτή μάσκα όμως θα πρέπει να βγει, γιατί είναι ο αντικατοπτρισμός, με τον οποίο ο εχθρός προσπαθεί να κρύψει την αληθινή φύση της Αιώνιας Θηλύτητας.

Γαιοκτήμονας: «Δεν ξέρω τι είναι αυτό: είτε η όραση μου θολώνει από τα γερατειά, είτε κάτι συμβαίνει στη φύση… Δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο, όλα θαρρείς κι έχουν καλυφθεί από κάτι…

Στρατηγός: «Καλύτερα θα λέγαμε πως είναι ο διάβολος με την ουρά του που με ομίχλη το φως του Θεού σκεπάζει»

(Τρεις συζητήσεις).

Πολύ από αυτή τη γκρίζα ομίχλη υπάρχει στο «Παραμύθι για παιδιά». Η δαιμονολογία του Λέρμοντοφ, η οποία καλύπτει με ομίχλη τη μορφή της Άγνωστης, θα πρέπει να διαλυθεί, να εκφυλιστεί, γιατί η πραγματική φύση του Δαίμονα, κατά τη βαθιά ερμηνεία του Μερεζκόφσκι, είναι η μικροαστική μετριότητα, εκείνο το γκρίζο χρώμα. Αυτή η δαιμονολογία γεννιέται από την ποίηση του Νεκράσοφ, και έρχεται να αντικαταστήσει την πολιτική του στάση. Εδώ η κοίτη της ποίησης του Πούσκιν στη ρωσική ποίηση λαμβάνει τη μορφή της στρεβλωμένης επίθεσης της δαιμονολογίας του Λέρμοντοφ. Η σκισμένη μάσκα διαλύεται και γίνεται στάχτη και σκόνη.

Από την άλλη πλευρά, στην προσπάθεια συμφιλίωσης του τραγικού ατομικισμού του Λέρμοντοφ με την οικουμενική αρχή γεννιέται ο πεσιμιστικός πανθεϊσμός του Φετ. Ο Φετ παίρνει τα σύμβολα του Λέρμοντοφ και τους προσδίδει τον πανθεϊσμό. Αν για τον Λέρμοντοφ η αυγή είναι το πέπλο, υπό το οποίο κρύβονται «ορισμένα χαρακτηριστικά» της Αιώνας Άγνωστης, ο Φετ, απεναντίας, με ετοιμοθάνατη φωνή αναγνωρίζει την αυγή.

Πέρα απ’ τα ποτάμι σβήνει η φωνή σου, θλίψη

Όπως πέρα απ’ τη θάλασσα η νύχτα φεύγει με την αυγή.[15]

Η απελευθέρωση από την προσωπική βούληση στην αισθητική ενατένιση της βούλησης του κόσμου, βρίσκεται η βασική διαφορά της ποίησης του Φετ. Εδώ η ποίηση είναι εκφραστής του πεσιμιστικού δόγματος. Το ίδιο όμως το πεσιμιστικό δόγμα είναι στροφή από τη φιλοσοφία προς την ποίηση. Οι δυτικοευρωπαϊκές μορφές της δημιουργίας στη ρωσική ποίηση θέλουν να αγγίξουν τα μυστικιστικά βιώματα και να εμφανίσουν την μορφή της ανανεωμένης θρησκείας. Να γιατί το πεσσιμιστικό πέπλο του Φετ άθελά του συνδέεται με το βάθος της τραγικότητας του Λέρμοντοφ, ενώ στον Χέινε διαρρηγνύεται ανάμεσα στον άγονο ρομαντισμό και τον άσκοπο σκεπτικισμό. Να γιατί ο Φετ είναι πιο βαθύς από τον Χέινε. Εξάλλου, η ποίηση του Φετ δεν είναι για μας η περαιτέρω ανάπτυξη της ποίησης του Λέρμοντοφ, αλλά απλά ένα συμπλήρωμά της: είναι η κοίτη που ενώνει τον Λέρμοντοφ με την ευρωπαϊκή φιλοσοφία. Μετά από αυτή, η ποίηση και η φιλοσοφία θα είναι αδιαχώριστες. Ο ποιητής πρέπει να γίνει όχι μόνο τραγουδιστής αλλά και καθοδηγητής της ζωής. Τέτοιος ήταν ο Βλαντίμιρ Σολοβιόφ.

Από τα βάθη του πεσιμισμού ο Σολοβιόφ ανέβηκε στις κορυφές της θρησκευτικής δημιουργίας. Ένωσε την ποίηση με τη φιλοσοφία. Η μεγαλοπρέπεια του πανθεϊσμού του Φετ είναι για τον Σολοβιόφ η σκέπη κάτω από την οποία η τραγικότητα του Λέρμοντοφ, αποκαθαρμένη με τη βοήθεια της θρησκείας, αποκαλύπτει ολόκληρες σειρές οικουμενικών ιστορικών συμβόλων. Ο αγώνας των δύο αρχών, που πολεμούν στην ψυχή του ανθρώπου, είναι το σύμβολο του παγκόσμιου πολέμου. Φωτίζοντας το λυρισμό του Λέρμοντοφ με την οικουμενική συνείδηση, ο Σολοβιόφ μοιραία θα πρέπει να τραβήξει τη μισή μάσκα από το πρόσωπο της Άγνωστης Φίλης, η οποία είχε εμφανιστεί στον Λέρμοντοφ. Σκίζει αυτή τη μάσκα. Μπροστά του εμφανίζεται Εκείνη στην έρημο της αγίας Αιγύπτου ενώπια ενωπίω.

Ό,τι υπάρχει, υπήρξε και θα υπάρξει στους αιώνες –

Όλα τ’ αγκάλιασες αμέσως με ένα βλέμμα ακίνητο. . .[16]

Αυτό το Όλα αποδείχτηκε πως ήταν η Ενιαία μορφή της Θηλυκής ομορφιάς – της Μνηστής του Αμνού. Η σκισμένη μισή μάσκα αποδείχτηκε πως ήταν το γκρίζο σύννεφο της σκόνης. Εξαφανίστηκε η γοητεία της δαιμονολογίας του Λέρμοντοφ ∙ αποδείχτηκε πως «αυτός  ο διάβολος με την ουρά του την ομίχλη διαλύει» («Τρεις συζητήσεις»). Σύμφωνα με τον Μερεζκόφσκι, ο διάβολος αυτός είναι συναχωμένος, ενώ η ουρά του μοιάζει με ουρά δανέζικου σκύλου. Η δαιμονολογία του Λέρμοντοφ μέσω του Νερκάσοφ μεταφέρθηκε πλέον στον κοίτη του Πούσκιν. Η κοίτη αυτή ολοκληρώθηκε με την ποίηση του Μπριούσοφ, στην οποία υψώνεται η Μεγάλη Άσωτη, ενθρονισμένη στην πορφυρή αυγή. Το πορφυρό κτήνος όμως είναι απλά ένα φάντασμα: είναι η σκόνη, πυρωμένη από τον ήλιο. Το θαυμάσιο σώμα της μούσας του Μπριούσοφ αποδεικνύεται πως είναι διάφανο στο φως από τις αχτίδες του Οράματος που είδε ο Σολοβιόφ. Έτσι εξηγείται η υπαρκτή πραγματικότητα στην περιγραφή του Μπλοκ, αυτού του συνεχιστή του Σολοβιόφ, που φέρει εφιαλτική σφραγίδα. Το μηχανοκίνητο χάος αποδεικνύεται κενό και φρικώδες, όταν στρέφει προς αυτό το βλέμμα της η «Γυνή, λουσμένη στον Ήλιο». Ο οιωνός της όμως βρίσκεται προς το παρόν μόνο στον ουρανό. Εμείς ζούμε στη γη. Εκείνη πρέπει να κατέβει σ’ εμάς στη γη, ώστε η γη να έλθει με τον ουρανό σε γάμου κοινωνία. Εκείνη ήταν που εμφανίστηκε στον Σολοβιόφ στην έρημο της Αιγύπτου, ως Σοφία. Εκείνη πρέπει να έρθει πιο κοντά. Χωρίς να χάνει την οικουμενική ενότητα, αυτή θα πρέπει να γίνει η ψυχή του λαού. Θα πρέπει να γίνει η ενοποιητική αρχή, η Αγάπη. Πατρίδα της θα πρέπει να είναι όχι μόνο ο ουρανός, αλλά και η γη. Αυτή θα πρέπει να είναι ο οργανισμός της αγάπης.

Η οργάνωση της αγάπης όμως, η οποία συνδυάζει την προσωπικότητα με την κοινωνία, πρέπει να επικεντρώνεται στο μυστήριο. Αξιοθαύμαστα βαθιά είναι η σκέψη του Βιατσεσλάβ Ιβανόφ, σχετικά με την ορχήστρα – ως αναγκαία προϋπόθεση του μυστηρίου – η οποία είναι το επίκεντρο των φορμών της παλλαϊκής ψηφοφορίας. Η οργάνωση αυτών των ορμών είναι ένας από τους τρόπους οργάνωσης της Αγάπης. Υποδεικνύοντας στις διονυσιακές αρχές της κοινότητας του μέλλοντος, ο Βιατσεσλάβ Ιβανόφ ανάγει την κοινωνικότητα σε θρησκευτική αρχή, υποδεικνύοντας το τραγικό στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων. Το στοιχείο αυτό δε συνδέεται με την παγκόσμια τραγωδίας, περιεχόμενο της οποίας είναι η μάχη της Θηλύτητας με το Θηρίο. Η ενσαρκωμένη μορφή της Θηλύτητας πρέπει να είναι το επίκεντρο του μυστηρίου, ενσαρκώνοντας την παν-ενιαία αρχή της ανθρωπότητας. Η Θηλύτητα, όπως την κατανόησε ο Σολοβιόφ, θα πρέπει να κατέλθει από τον ουρανό και να μας περιβάλλει με τον Ήλιο της ζωής – με το μυστήριο. Το Χάος, ενσαρκωμένο στην ποίηση του Μπριούσοφ, θα πρέπει να γίνει το σώμα της Θηλύτητας, η οποία λάμπει στους ουρανούς.

Η πολιτική διάσταση του Νεκράσοφ πρέπει να στηρίζεται στον διονυσιακό άξονα. Το χάος του Τιούτσεφ πρέπει να εμφανίσει από το σκοτάδι τη φωτεινή του κόρη. Η μούσα του Μπριούσοφ θα εγκαταλείψει τη χώρα της Γαδάρας! Αυτή η χώρα της Γαδάρας θα είναι πια εκείνα τα μέρη όπου ο μηχανοκίνητος αμερικανισμός τραγουδάει τα απαίσια τραγούδια του με σειρήνες από τις φάμπρικες, ηλεκτρικά κουδουνίσματα και ρόδα που εκρήγνυνται αθόρυβα καθώς είναι κρεμασμένα από σιδερένιες σωλήνες στους δρόμους, όπου το τραμ σαν σιδερένια σαύρα, τρέχει γρήγορα πάνω στις γραμμές. Αυτή είναι η μητρόπολή της. Εδώ κυκλοφορεί μέσα στους καπνούς και ιππήλατο τραμ.

Από το ιππήλατο τραμ κατέβηκε με περπατησιά θεάς.

Πάει να πει πως υποπόδιο της είναι η σιδερένια σαύρα, το θηρίο; Μα ποια είναι επιτέλους;

Ναι! Σ’ οραματίστηκα πορφύρα να φοράς,

Διάδημα χρυσό… Βασίλισσα αλαζονική

Επικεφαλής στο θρίαμβο μέσα στην υποταγμένη πρωτεύουσα…[17]

Μπορούμε να πούμε πως η μούσα του Μπριούσοφ πηγαίνει από το ιππήλατο τραμ στην πορφύρα. Απεναντίας, η μούσα του Μπλοκ, η οποία εμφανίστηκε ενώπιον μας φορώντας πορφύρα, κατευθύνεται προς το ιππήλατο τραμ.

Ανάμεσα στις δύο μούσες έχουμε μια τρομακτικό ντουέτο: συναντιούνται τα βλέμματά τους. Οι επουράνιες αχτίδες της μιας διαπερνούν «τα άδεια μάτια με το νυχτερινό σκοτάδι». Η άλλη λέει με τα χείλη της «κάτι το ζωώδες και σπάει τη σιωπή των σπηλαίων και την ερημιά των βράχων». Ανάμεσα τους σέρνεται το ιππήλατο τραμ, η σιδερένια σαύρα. Γύρω τους στέκονται οι πολεμιστές του Θηρίου και της Θηλύτητας. Δεν είναι τυχαίο αυτό που λέει ο Μπλοκ:

Θα είν’ τρομακτικές, θα είναι απερίγραπτες

Οι απόκοσμες των προσώπων μάσκες…[18]

Τώρα θα πρέπει να σκιστεί το τελευταίο πέπλο της ρωσικής ποίησης. Τα πραγματικά πρόσωπα θα διαιωνιστούν. Να εμφανιστεί Εκείνη,

ενώπιον της οποίας μαραζώνει και αλέθει

Ο μεγάλο μάγος ολάκερης της γης[19]

Στην ποίηση του Μπλοκ συναντιόμαστε παντού με την απόπειρα ενσάρκωσης του υπεράνω του χρόνου οράματος στις μορφές του χώρου και του χρόνου. Εκείνη βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας, ενσαρκωμένη, ζωντανή, οικεία – αυτή η αναγνωρισμένη επιτέλους μούσα της Ρωσικής Ποίησης – η οποία είναι ο Ήλιος, στον οποίο διασταυρώθηκαν οι αχτίδες της νεοεμφανισθείσας θρησκείας, ο αγώνας υπέρ της οποίας θα είναι η αποστολή της ζωής μας. Να τη, κάθεται χαμογελώντας γλυκά και φωτεινά, θαρρείς και δεν έχει τίποτα το μυστηριώδες, θαρρείς και δεν την αγγίζουν τα μεγάλα οράματα των ποιητών και των μυστικιστών.

Τη στιγμή όμως του κρυφού κινδύνου, όταν η ψυχή παραδέρνει μέσα στην τρέλα του χάους και είναι τόσο τρομακτικό που βρίσκεται «μέσα σε άγνωστες πεδιάδες», το χαμόγελό της διώχνει τα σύννεφα της θύελλας ∙ οι χαοτικές στήλες της ανεμοθύελλας υπάκουα ξαπλώνουν στο λευκό χιόνι, όταν στρέφεται προς το μέρος τους το γαλανό βλέμμα, φλεγόμενο από την αυγή της αθανασίας. Και φεύγει ξανά, ήρεμη, Αυστηρή, «στα μακρινά δώματα». Και η καρδιά ελπίζει στην επιστροφή της.

Εκείνη εμφανίστηκε στον Σολοβιόφ στην έρημο της Αιγύπτου. Στον Μπλοκ πλέον εμφανίζεται ανάμεσά μας, χωρίς όμως να την έχει αντιληφθεί ο κόσμος, παρά ελάχιστοι. Το επουράνιο όραμα ενώνει τη γη και τον ουρανό, αντανακλάται στις λεπτομέρειες της ζωής. Μα δεν έχει υποταχθεί σε αυτό όλη η ζωή. Γύρω μας επικρατεί χάος, το οποίο δεν έχει γίνει ακόμη το σώμα της. Εκεί, στο χάος, μοχθηρές δυνάμεις, αντιτίθενται στην εξουσία της. Απευθυνόμενη στην χαοτική πραγματικότητα, η ποίηση του Μπλοκ μετατρέπεται σε εφιάλτη: στο δρόμο τρέχει ένας μαύρος ανθρωπάκος, φτάνει σε ένα σπίτι, όπου όλοι φωνάζουν άναρχα γύρω από στρογγυλά τραπέζια, το πρωί

Στα ροζ σύννεφα σχηματίζεται ένας σταυρός, ενώ στα ανοιξιάτικα ρυάκια του πεζοδρομίου πλέει ένας άσχημος νάνος με κόκκινο φράγκο. Αυτό είναι το πολυπρόσωπο φίδι, ο δράκοντας, ο οποίος συγκεντρώνει δυνάμεις Εναντίον της. Φοβάται τη νίκη Της επί του κόσμου, Την παρακολουθεί και στα ενδιαιτήματά Της.

Η κοίτη του Λέρμοντοφ και η κοίτη του Πούσκιν, κοίτες της ρωσικής ποίησης, οι οποίες διαμορφώθηκαν στον Μπριούσοφ και τον Μπλοκ, θα πρέπει να σχηματίσουν μια πρωτοφανή ενότητα. Μα πώς; Μέσω της ελεύθερης ένωσης ή της υποταγής; Στην τελευταία περίπτωση θα γίνει πόλεμος των δύο πραγματικοτήτων. Από τη μία πλευρά, η ολότητα του ρεαλισμού του Μπριούσοφ, με την ξεκάθαρα εκπεφρασμένη χροιά της λατρείας της Αστάρτης, μετατρέπεται με την ποίηση του Μπλοκ σε έναν διαρκή εφιάλτη, όπου η μούσα του κοιτάζει τον κόσμο που δεν της έχει υποταχθεί. Από την άλλη πλευρά, η υπαρκτή παν-ενότητά Της, υπό την οπτική γωνία του Μπριούσοφ, αποδεικνύεται πως είναι ένα άσαρκο όραμα. Στα όρια επαφής αυτών των δύο αντιτιθέμενων οπτικών γωνιών ξεκινάει η ταλάντευση, η διττότητα, ξεσπάει ο πόλεμος, μεγαλώνει ο τρόμος, ανασταίνονται οι χίμαιρες της αρχαίας Ελλάδας και γελάει τρελά με κόκκινο γέλιο η Γοργόνα του πολέμου. «Στο σύγχρονο πόλεμο όλα είναι μυστηριώδη, αφηρημένα, μακρινά, αόρατα ∙ είναι ο πόλεμος των χειρονομιών, των εναέριων συναγερμών, των ηλεκτρικών ή γεωγραφικών σχέσεων… Πλησιάστε τους αντιπάλους και δεν θα δείτε τίποτα… Αν είναι πυροβολαρχία, τότε θα είναι κρυμμένη καλά μέσα στο έδαφος, θα νομίσετε πως απλά, άσκοπα και ανόητα βάλλει στο διάστημα… Μονίμως θα είστε θύματα μιας φαντασμαγορίας…» Η φαντασμαγορία, η οφθαλμαπάτη να τι είναι αυτό που μοιραία ξεπετάγεται από την επαφή των δύο αντιτιθέμενων αρχών του κόσμου. Η ερυθρά φρίκη του πολέμου, η οποία χαχανίζει στα πεδία των μαχών της Ματζουρίας, καθώς επίσης και ο πετεινός της φωτιάς που ακούστηκε ανάμεσά τους, – όλα αυτά είναι το εξωτερικό πέπλο του οικουμενικού πολέμου, στον οποίο βυθίζονται τα διαιρεμένα βάθη των ψυχών μας. Όλα αυτά είναι «η μάσκα του ερυθρού θανάτου», στην οποία μετατρέπεται «η παγκόσμια γκριμάτσα», που είχε παρατηρήσει ο Νίτσε.

Στην αρχή είχαμε αναφερθεί στο γεγονός ότι τα τρία προσωπεία θα πρέπει να βγουν από το Πρόσωπο της ρωσικής μούσας. Πρώτο θα βγει το θεόμορφο προσωπείο της μούσας του Πούσκιν, πίσω από το οποίο κρύβεται το χάος. Δεύτερη θα είναι η μισή μάσκα, η οποία κρύβει τη Μορφή του Επουράνιου Οράματος. Τρίτο θα είναι το Παγκόσμιο Προσωπείο: αυτή «η Μάσκα του Ερυθρού Θανάτου», η οποία θεμελιώνει τον παγκόσμιο πόλεμο του Θηρίου και της Θηλύτητας. Σε αυτόν τον πόλεμο έγκειται το περιεχόμενο κάθε τραγικότητας. Η δυτικοευρωπαϊκή ποίηση μας μιλάει έξωθεν γι’ αυτόν τον πόλεμο: η τραγικότητα είναι ο τυπικός ορισμός του αποκαλυπτικού πολέμου. Η ρωσική ποίηση, ρίχνοντας γέφυρα προς τη θρησκεία, είναι ο ενοποιητικός κρίκος ανάμεσα στην τραγική ενατένιση του κόσμου της ευρωπαϊκής ανθρωπότητας και της τελευταίας εκκλησίας των πιστών που ενώθηκαν για να πολεμήσουν το Θηρίο.

Η ρωσική ποίηση με τις δύο της κοίτες εμβαθύνει στην παγκόσμια ζωή. Το ερώτημα που θέτει, βρίσκει στην απάντησή του μόνο με την μεταμόρφωση της Γης και του Ουρανού στην πόλη της Νέας Ιερουσαλήμ. Η Αποκάλυψη της ρωσικής ποίησης έχει προκληθεί από τον ερχομό του Τέλους της Παγκόσμιας Ιστορίας. Μόνο εδώ μπορούμε να βρούμε την απάντηση στα μυστικά του Πούσκιν και του Λέρμοντοφ.

IV

Πιστεύουμε ότι Εσύ θα μας αποκαλυφθείς, ότι στο μέλλον δε θα υπάρχουν οι ομίχλες του Οκτωβρίου και η κιτρινίλα από το λιώσιμο των πάγων του Φεβρουαρίου. Ας πιστεύουν ότι Εσύ κοιμάσαι ακόμη στο παγωμένο τάφο.

Κοιμάσαι τώρα στο λευκό φέρετρο.

Με το χαμόγελο σου καλείς: μη με ξυπνάς.

Χρυσαφένιοι βόστρυχοι στο μέτωπο.

Χρυσή εικονίτσα στο στήθος.

Μπλοκ[20]

Όχι, έχεις Αναστηθεί.

Εσύ η ίδια είχες υποσχεθεί να εμφανιστείς στο ροδαλό χρώμα και η ψυχή προσευχόμενη υποκλίνεται μπροστά Σου, και στα χαράματα –  λαμπάδες πορφυρές – κρυφακούει την προσευχή Σου.

Εμφανίσου!

Ήρθε η στιγμή: ο κόσμος ωρίμασε, ο χρυσός, λουσμένος στη γλύκα καρπός, κόσμος Σε νοσταλγεί.

Εμφανίσου!

1905

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

Αντρέι Μπέλι, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μπορίς Νικολάγιεβιτς Μπουγκάγιεφ (1880 – 1934), ρώσος συγγραφέας, ποιητής, κριτικός της λογοτεχνίας, μία από τις πιο σημαντικές πνευματικές μορφές της Ρωσίας στο μεταίχμιο των δύο αιώνων, επιφανές στέλεχος του κινήματος του συμβολισμού και του μοντερισμού. Η Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ είχε γράψει κάποτε γι’ αυτόν πως «αν δεν υπήρχε το μυθιστόρημα του Αντρέι Μπέλι «Πετρούπολη» δεν θα είχε γεννηθεί ο μοντερνισμός»

Σημειώσεις  

[1] Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο «Ζυγός» στο τεύχος Νο 4 του 1905

[2] Επίγραμμα από το ποίημα του Βαλέρι Μπριούσοφ «Ορφέας και Ευριδίκη (1903 – 1904)

[3] Η κυρία Κατερίνα, ηρωίδα του διηγήματος του Ν. Β. Γκόγκολ «Τρομερή εκδίκηση» από τη συλλογή «Απογεύματα στο χωριό κοντά την Ντικάνκα (1831)

[4] Στίχος από το ρωσικό λαϊκό τραγούδι «Γύρω μόνο η στέπα υπάρχει».

[5] Κόκκινο γέλιο, διήγημα του Λεοντίντ Αντρέγιεφ (1904), στο οποίο ο συγγραφέας ασκεί δριμεία κριτική στη φρίκη του πολέμου (σ.τ.μ.)

[6] Ανακριβής παράθεση στίχων του ποιήματος του Φ. Ι. Τιούτσεφ με τίτλο «Πόσο γλυκά κοιμάται ο σκοτεινός καταπράσινος κήπος» (1836)

[7] Ανακριβής παράθεση στίχων του ποιήματος του Φ. Ι. Τιούτσεφ με τίτλο «Ανοιξιάτικη μπόρα» (1828)

[8] Από το ποίημα του Β. Μπριούσοφ «Φτέρη» (1900)

[9] Ήρωας ποιήματος του Μ. Λέρμοντοφ

[10] Ποίημα του Τσιούτσεφ «Τούτα τα φτωχά χωριά» (1855)

[11] Κατά Λουκάν 8:26–31.

[12] «Πειρασμός» ποίημα του Μπριούσοφ (1902)

[13] Βλέπε Αποκάλυψη Ιωάννη 17, 1-7

[14] Ποίημα του Μ. Λέρμοντοφ (1841)

[15] Ανακριβής παράθεση στίχων από το ποίημα του Φετ «Στην τραγουδίστρια» (1857)

[16] Από το ποίημα του Βλαντίμιρ Σολοβιόφ «Τρεις συναντήσεις» (1898)

[17] Β. Μπριούσοφ «Βασίλισσα» (1901)

[18] Α. Μπλοκ «Είσαι άγρια, μα δεν πιστεύω στον ουρανό» κύκλος «Religio» (1901)

[19] Ανακριβής παράθεση από το ποίημα του Α. Μπλοκ «Τέταρτη προσευχή» από τον κύκλο «Προσευχές» (1904)

[20] Α. Μπλοκ «Μα μια σειρά σκαλοπατιών του τάφου» (1904)

(Visited 15 times, 1 visits today)
Close