Written by 3:04 pm Αργυρός αιώνας, Ποίηση

Βλαντισλάβ Χοντασέβιτς Λήδα

Λόγια υψιπετή δε ξέρει,

Μα στήθος λευκό προτεταμένο έχει

Και φιλήδονα αναστενάζει

Κάτω από το μουσελίνας το μαντίλι

Τα πέλματά της γυμνά

Τα μάτια της ανάλαφρα σχιστά,

Γι’ αυτό η καρδιά πιστή πετά

Προς τον αμφίσημο μαγνήτη το δικό τους.

Όταν οι φίλες τραγουδούν

Γύρω στου μεσονυχτιού, τη φωτιά

Εκείνη μένει σιωπηλή, με σταυρωμένα χέρια,

Μα θέλει τραγούδια μέχρι το πρωί.

Της κιθάρας η φωνή της είναι κατανοητή

Ως η ηχώ μοιραίων παθών,

Και λένε,  δεν είναι λίγες οι κηλίδες –

Των αφιερωμένων στην ασωτία νυχτών –

Στην γυναίκεια της συνείδηση.

Μόνο εγώ δεν την καλώ

Με χτύπο στο ξώστεγο συνθηματικό,

Τις νύχτες της δεν αγοράζω

Μήτε με έρωτα, μήτε με δαχτυλίδι.

Μα η εμφάνιση της είναι γλυκιά για μένα,

Όταν στο κοιμισμένο χωριό

Απλώνεται το πρωινό σκοτάδι:

Εκείνη έρχεται από μακριά

Σχεδόν αθόρυβα, σχεδόν λαμπερή

Θαρρείς και έδωσε  στον Άγγελο της Πτώσης

Το ελεύθερό της χέρι.

 

(Visited 10 times, 1 visits today)
Close