Written by 5:43 pm Διήγημα

Ιβάν Μπούνιν Επισκεπτήρια κάρτα

Αρχές φθινοπώρου, διέσχιζε τον έρημο Βόλγα το ατμόπλοιο «Γκοντσαρόφ. Οι πρώιμες παγωνιές είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, δυνατά κόντρα παγωμένα ρεύμα αγέρα, έρχονταν από τη μεριά της ασιατικής πλευράς, με τις ανατολικές, ξεθωριασμένες πια, ακτές της, ο οποίος έκανε να κυματίζει η σημαία στον ιστό της πλώρης, τα καπέλα, οι τραγιάσκες και τα πανωφόρια εκείνων που κυκλοφορούσαν στο κατάστρωμα, υποχρεώνοντάς τους να κάνουν γκριμάτσες με τα πρόσωπά τους, έτσι όπως έμπαινε μέσα από τα μανίκια και τα φορέματά τους. Ένας μοναδικός γλάρος συνόδευε δίχως σκοπό και πληκτικά το ατμόπλοιο, πότε πετώντας με ορθάνοιχτες τις μυτερές φτερούγες του παράλληλα με το σκαρί, πότε απομακρυνόμενος μακριά, στα πλάγια, μη ξέροντας τι να κάνει σ’ αυτή την τεράστια υδάτινη έρημο του ποταμού και του φθινοπωρινού γκρίζου ουρανού.

 

Το ατμόπλοιο ήταν σχεδόν άδειο, – μόνο ένα συνεργείο μουζίκων καθόταν στο κάτω κατάστρωμα, ενώ στο πάνω πηγαινοέρχονταν τρεις άνθρωποι που όλο συναντιόταν και όλο χώριζαν: δύο από την δεύτερη θέση, οι οποίοι πήγαιναν στον ίδιο προορισμό και ήταν αχώριστοι, περπατούσαν πάντα μαζί, συζητώντας έντονα για κάτι, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων ήταν το ότι ήταν κι οι δυο ασήμαντοι και ένας επιβάτης της πρώτης θέσης, άνθρωπος ηλικίας περίπου τριάντα ετών, συγγραφέας που πρόσφατα έγινε διάσημος, αξιοπρόσεκτος τόσο για το θλιμμένο του ύφος όσο και για τη σοβαρή έκφραση του προσώπου του αλλά κι εν μέρει λόγω του εν γένει παρουσιαστικού του: ήταν ψηλός, γεροδεμένος, – έσκυβε μάλιστα λίγο, – όπως ορισμένοι πολύ δυνατοί άνθρωποι, – ήταν ντυμένος καλά και όμορφος κατά κάποιο τρόπο: μελαχρινός, εκείνου του ανατολικού τύπου, που συναντάει κανείς στη Μόσχα ανάμεσα σε ανθρώπους της παλιάς εμπορικής τάξεως × καταγόταν από αυτή τη τάξη, αν και δεν είχε τίποτα κοινό μαζί της.

Αυτός λοιπόν, μοναχικά, με σταθερά βήματα, φορώντας ακριβά και καλά παπούτσια, μαύρο, ραμμένο κατά παραγγελία, παλτό και ριγέ αγγλικού τύπου καπέλο, βημάτιζε πέρα δώθε, τότε κόντρα στον άνεμο και πότε γυρίζοντας του την πλάτη, αναπνέοντας με απόλαυση το δυνατό αυτό αγέρα του φθινοπώρου και του Βόλγα. Πήγαινε μέχρι την πρύμνη, στεκόταν κοιτάζοντας την κυματιστή, βιαστική γκρίζα γραμμή που άφηνε πίσω του το ατμόπλοιο και, γυρνώντας απότομα, πήγαινε με τον άνεμο κόντρα στο πρόσωπό του, κρύβοντας το κεφάλι του στο φουσκωμένο καπέλο και ακούγοντας τον ρυθμικό χτύπο που έκαναν τα πτερύγια των τροχών, από τα οποία έσταζε το παγωμένο ρυάκι του θορυβώδους νερού. Τελικά, κάποια στιγμή ξαφνικά στάθηκε και χαμογέλασε σκυθρωπά: μόλις είχε φανεί ανεβαίνοντας τη σκάλα από το κάτω κατάστρωμα, από την τρίτη θέση, ένα μαύρο, φτηνό καπελάκι, κάτω από το οποίο φαινόταν το χλωμό, γλυκό πρόσωπο εκείνης, με την οποία, τυχαία, είχε γνωριστεί χθες το βράδυ. Την πλησίασε με γρήγορα βήματα. Εκείνη μόλις είχε ανέβει στο κατάστρωμα, αμήχανα τον πλησίασε χαμογελώντας, ταλαντευόμενη από τα δυνατά ρεύματα του αγέρα που την χτυπούσε στο πρόσωπο, προσπαθώντας με το αδύναμο χέρι της να συγκρατήσει το καπέλο, φορώντας ένα ελαφρύ παλτουδάκι, κάτω από το οποίο φαινόταν τα λεπτά της πόδια.

– Πώς κοιμηθήκατε; – την ρώτησε δυνατά και αντρικά ενώ την πλησίαζε.

– Περίφημα! – απάντησε εκείνη απίστευτα χαρούμενη. – Πάντα κοιμάμαι σα πουλάκι…

Έπιασε το χέρι της με το μεγάλο του χέρι και την κοίταξε στα μάτια. Με χαρούμενη διάθεση απάντησε στο βλέμμα του.

– Νομίζω πως παρακοιμηθήκατε, άγγελέ μου, – της είπε με οικειότητα. – Οι καλοί άνθρωποι τέτοια ώρα παίρνουν ήδη το πρωινό τους.

– Ονειρευόμουν! – του απάντησε ζωηρά, με ύφος που κάθε άλλο παρά ταίριαζε στο παρουσιαστικό της.

– Τι;

– Πολλά!

– Ω, προσέξτε! «Έτσι πνίγονται τα μικρά παιδιά που κολυμπούν το καλοκαίρι, όταν ο Τσετσένος κυκλοφορεί στο ποτάμι».

– Αυτόν τον Τσετσένο είναι που περιμένω! – του απάντησε εκείνη με πρόσχαρο θάρρος.

– Πάμε, καλύτερα, να πιούμε βότκα και να φάμε κακαβιά, – της είπε εκείνος σκεπτομενος: δεν υπάρχει πια κανένας λόγος να πάρουμε πρωινό.

Εκείνη, χτύπησε επί τόπου, με χάρη τα πόδια της:

– Ναι, ναι, βότκα, βότκα! Κάνει διαβολεμένο κρύο!

Με γρήγορα βήματα πήγαν στο εστιατόριο της πρώτης θέσης, εκείνη προπορευόμενη, εκείνος ακολουθώντας την, κοιτάζοντας την, παράλληλα, με πόθο.

Θυμήθηκε τη χθεσινή νύχτα. Χθες, πιάνοντας τυχαία κουβέντα, πάνω στο πλοίο γνωρίστηκαν, την ώρα του δειλινού, όταν το ατμόπλοιο προσέγγιζε κάποια ψηλή σκοτεινή ακτή, κάτω από την οποία έλαμπαν οι φωτιές. Στη συνέχεια κάθισαν μαζί σ’ ένα μεγάλο παγκάκι της πλώρης, το οποίο ήταν δίπλα στις καμπίνες της πρώτης θέσης, κάτω από τα στολισμένα με λευκές, διάφανες κουρτίνες φινιστρίνια τους. Μόνο που εκεί έμειναν για λίγο, πράγμα που τη νύχτα τον έκανε να μετανιώσει. Προς μεγάλη του έκπληξη, τη νύχτα, κατάλαβε πόσο την ποθούσε. Γιατί; Μήπως λόγω της ταξιδιωτικής συνήθειας για τυχαίες και άγνωστες συνοδοιπόρους; Τώρα που κάθεται μαζί της στο εστιατόριο, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους πάνω από το παγωμένο, λαδερό χαβιάρι με το φλεγόμενο στεφάνι, ξέρει γιατί τον έλκει τόσο πολύ και ανυπόμονα περίμενε να φτάσει η υπόθεση μέχρι το τέλος. Το γεγονός όμως ότι όλα αυτά – η βότκα και η άνεσή της – ήταν σε εκπληκτική αντίθεση με το παρουσιαστικό της, τον έκανε να ανησυχεί ολοένα και πιο πολύ.

– Λοιπόν, άλλο ένα ποτηράκι και φτάνει! – της λέει.

– Όντως φτάνει,- του απαντάει με το ίδιο ύφος. Εξαιρετική βότκα!

Φυσικά, εκείνη τον συγκίνησε λόγω του ότι χθες τα έχασε όταν της είπε ποιος είναι, έκπληκτη από την αναπάντεχη γνωριμία με γνωστό συγγραφέα, – ήταν προφανής και άμεσα αντιληπτή η αμηχανία της, όμως, πάντα, είναι ευχάριστο να συναναστρέφεσαι με μια γυναίκα, η οποία κάθε άλλο παρά ανόητη και χαζή είναι, πράγμα που δημιουργεί αμέσως μια οικειότητα ανάμεσα σε σένα κι εκείνη, που σου δίνει θάρρος στο πως να της συμπεριφερθείς και ένα κάποιο δικαίωμα πάνω της. Δεν είναι εκείνο όμως που έκανε τον πόθο του να μεγαλώνει:εκείνος, προφανώς, τη συγκινούσε σαν άντρας, ενώ εκείνη τον σαγήνευσε με την φτώχεια και την απλοϊκότητά της. Είχε ήδη υιοθετήσει για τον εαυτό του μια συμπεριφορά δίχως περιττές ευγένειες, μια ανάλαφρη και γρήγορη μετάβαση από τα πρώτα λεπτά της γνωριμίας τους προς μια άνετη συμπεριφορά, τάχα καλλιτεχνική, και το γνωστό παιχνίδι των ερωτήσεων: ποια είστε; Από πού είστε; Είστε παντρεμένη ή μήπως όχι; Αυτές τις ερωτήσεις έκανε χθες-  κοιτώντας μέσα στο μισοσκόταδο τα πολύχρωμα φωτάκια των σημαδούρων, οι αντανακλάσεις των οποίων έπεφταν κυκλικά γύρω από το ατμόπλοιο πάνω στη μεγάλη φωτιά που έκαιγε στη σχεδία, μυρίζοντας τον καπνό, σκεπτόμενος: «Να το θυμάμαι, με τον καπνό αυτό σε λίγο θα έρθει η μυρωδιά της κακαβιάς» και την ρώτησε:

– Μπορώ να μάθω πως σας λένε;

Εκείνη του είπε αμέσως το όνομα και το πατρώνυμό της.

– Επιστρέφεται σπίτι από κάποιο ταξίδι;

– Ήμουν στης αδελφής μου στη Σβιγιάζσκα, πέθανε ξαφνικά ο σύζυγός της και όπως, καταλαβαίνετε, βρέθηκε σε δεινή θέση…

Τότε εκείνη σκυθρωπή άρχιζε να κοιτάζει κάπου μακριά. Μετά από λίγο όμως άρχισε και πάλι να απαντάει στις ερωτήσεις του ζωηρά.

– Κι εσείς παντρεμένη είστε;

Εκείνη αρχικά γέλασε παράξενα:

– Παντρεμένη. Και, φευ, εδώ και πολύ καιρό…

– Γιατί φευ;

– Γιατί από ανοησία παντρεύτηκα πολύ νωρίς. Πριν προλάβεις να γυρίσεις και να δεις, η ζωή έχει φύγει!

– Μα, αυτό είναι ακόμη πολύ μακριά.

– Φευ, είναι κοντά! Δεν έχω προλάβει να δοκιμάσω και να ζήσω τίποτα ακόμη στη ζωή!

– Ποτέ δεν είναι για να δοκιμάσετε.

– Τότε εκείνη ξαφνικά χτυπώντας το κεφάλι της ειρωνικά είπε:

Δοκιμάζω!

– Και ποιος είναι ο σύζυγός σας; Κάποιος αξιωματούχος;

Εκείνη κούνησε το χέρι της:

– Αχ, είναι πολύ καλός και αγαθός, αλλά, δυστυχώς, κάθε άλλο παρά ενδιαφέρων άνθρωπος … γραμματέας στη νομαρχία μας …

«τι γλυκιά και δυστυχισμένη» – σκέφτηκε και έβγαλε τη ταμπακέρα του:

– Θέλετε τσιγάρο;

– Πολύ!

Παρόλο που ήταν άμαθη, κάπνισε με τόλμη, γρήγορα, με έντονες γυναικείες κινήσεις. Για άλλη μια φορά ένιωσε μέσα του οίκτο για εκείνη, για την ελευθεριότητά της, ενώ, συνάμα, μαζί με τη θλίψη, ένιωσε να φουντώνει μέσα του η τρυφερότητα και ο πόθος να εκμεταλλευτεί την αθωότητα και την έλλειψη εμπειρίας, η οποία, όπως έβλεπε, συνδυάζονταν περίφημα με την ακραία τόλμη. Τώρα, στο εστιατόριο, κοιτούσε με ανυπομονησία τα λεπτά της χέρια, το μαραμένο και ως εκ τούτου ακόμη πιο συγκινητικό της πρόσωπο, τα πλούσια, πρόχειρα χτενισμένα μαύρα της μαλλιά, τα οποία ανακάτεψε ακόμη περισσότερο όταν έβγαλε το μαύρο της καπέλο, και, βγάζοντας το χάρτινο θα έλεγε κανείς, γκρίζο παλτουδάκι της. Τον γοήτευε και τον ερέθιζε εκείνη τη ειλικρίνεια, με την οποία μιλούσε μαζί του χθες για την οικογενειακή της ζωή, για την προχωρημένη της ηλικία, και εκείνο που τώρα έκανε, λες και αναθάρρησε, λέγοντας όλα εκείνα που τόσο εκπληκτικά αταίριαστα της είναι. Είχε κοκκινίσει ελαφρά από τη βότκα, είχαν ζωντανέψει ακόμη και τα χλομά της χείλη, ενώ τα μάτια της πλημμύρισαν από μια νυσταλέα και ειρωνική λάμψη.

Ξέρετε, – του είπε ξαφνικά, – μιλούσαμε πριν λίγο για όνειρα: ξέρετε ποιο ήταν το μεγαλύτερο όνειρο που είχα όταν ήμουν μαθήτρια του γυμνασίου; Να παραγγείλω επισκεπτήριες κάρτες! Τότε μόλις είχαμε φτωχύνει, πουλούσαμε τα υπολείμματα της περιουσίας μας και μετακομίσαμε στην πόλη, πράγμα που σήμαινε ότι δεν θα είχα σε ποιον να τις δώσω, αλλά παρόλα αυτά τις ονειρευόμουν! Απαίσια ανόητο…

Εκείνος έσφιξε τα χείλη του και έπιασε δυνατά το χέρι της, κάτω από τη λεπτή επιδερμίδα του οποίου ένιωθε τις λεπτές φλεβίτσες, εκείνη όμως, δίχως να του δώσει την παραμικρή σημασία, ως έμπειρη ξελογιάστρα, το σήκωσε προς τα χείλη του και κοιτώντας τον λιγωμένα του είπε:

– Πάμε στην καμπίνα μου …

– Πάμε … εδώ, είναι αλήθεια, είναι αποπνικτικά, έχει γεμίσει καπνούς!

Και, τινάζοντας τα μαλλιά της, φόρεσε το καπέλο της.

Στο διάδρομο την αγκάλιασε. Εκείνη περήφανα, με νάζι, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Εκείνος με μισητό πάθος και έρωτα, μόλις που δε την δάγκωσε στο λαιμό. Εκείνη, πάνω από τον ώμο της, του έδωσε βακχικά τα χείλη της.

Στο ημίφως της καμπίνας με κατεβασμένο το κάλυμμα, έσπευσε αμέσως να του δοθεί και εκμεταλλεύτηκε μέχρι τέλους όλη αυτή την αναπάντεχη ευτυχία, η οποία εντελώς ξαφνικά βρέθηκε στο δρόμο της με αυτόν τον όμορφο, δυνατό και διάσημο άντρα. Ξεκούμπωσε το φόρεμά της και το άφησε να πέσει στο πάτωμα, έμεινε όρθια, λεπτοκαμωμένη σαν αγόρι, φορώντας ένα λεπτό μεσοφόρι, με τα χέρια και τους ώμους γυμνούς και το λευκό βρακάκι, και όλα αυτά του προκαλούσαν μια βασανιστική ενοχή.

Να τα βγάλω όλα; – του ψιθύρισε, λες κι ήταν μικρό κορίτσι.

Όλα, όλα, – της είπε σκυθρωπιάζοντας ολοένα και πιο πολύ.

Εκείνη υπάκουα και γρήγορα πέταξε τα εσώρουχα της στο πάτωμα, έμεινε ολόγυμνη, με εκείνη το γαλαζωπό χρώμα, εκείνη την ιδιαιτερότητα του γυναικείου κορμιού όπου  τρέμει νευρικά και γίνεται κρύο και σφιχτό, όταν σκεπάζεται με τις ανατριχίλα, φορώντας μόνο τις φτηνές κάλτσες με τις απλές καλτσοδέτες, τα φτηνά μαύρα παπουτσάκια της και θριαμβευτικά μεθυσμένα τον κοίταξε, προσπαθώντας να βγάλει τις φουρκέτες από τα μαλλιά της. Εκείνος, κρυώνοντας, την κοίταξε. Γυμνή ήταν καλύτερη, έδειχνε νεότερη απ’ όσο θα την έκανε κανείς. Οι λεπτοί γοφοί και τα πλευρά της ξεχώριζαν για την αναλογία τους με το λεπτό της πρόσωπο και τα λεπτά της γόνατα. Οι γοφοί της όμως ήταν πιο μεγάλοι, το στομάχι της, με το μικρό στρογγυλό αφαλό ήταν πλαδαρό, το ανάγλυφο τρίγωνο των σκούρων όμορφων τριχών από κάτω του, ήταν ομοιόμορφο με τον πλούτο των μαύρων μαλλιών στο κεφάλι της. Έβγαλε τις φουρκέτες, τα μαλλιά της έπεσαν πλούσια πάνω στη γυμνή της πλάτη, διατρέχοντας την σπονδυλική της στήλη, η οποία εξείχε. Εκείνη έσκυψε για να βγάλει το εσώρουχό της, – τα μικρά της στήθη με τις κρύες, ζαρωμένες καφετιές ρώγες της κρέμασαν σαν ώριμα αχλάδια, πανέμορφα αν και μικρά. Εκείνος την υποχρέωσε να νιώσει την απόλυτη αισχύνη, η οποία δεν ταίριαζε με τη μορφή της και ως εκ τούτου τον ερέθιζε τρομερά η θλίψη, η τρυφερότητα και το πάθος … κανείς δε μπορούσε να δει τίποτα από το φινιστρίνι επειδή είχαν κατεβάσει την κουρτίνα, εκείνη όμως τρομαγμένη από την έκσταση, τα άγγιξε, ακούγοντας βιαστικές ομιλίες και βήματα από το κατάστρωμα,  πράγμα που επέτεινε τον πόθο της για διαφθορά. Ω, πόσο κοντά περνούν και μιλούν και κανείς δε μπορεί να σκεφτεί τι γίνεται ένα βήμα μακριά τους, σε αυτή τη λευκή καμπίνα.

Μετά εκείνος, την απόθεσε σαν νεκρή στη κουκέτα της. Σφίγγοντας τα δόντια, έμεινε ξαπλωμένη με κλειστά τα μάτια και μια τεθλιμμένη ηρεμία στο κατάχλομο και εντελώς νεανικό της πρόσωπο.

Λίγο πριν το απόγευμα, όταν το ατμόπλοιο έδεσε εκεί όπου έπρεπε εκείνη να κατέβει, στεκόταν κοντά του ήρεμη, με χαμηλωμένο βλέμμα. Εκείνος φίλησε το παγωμένο χέρι της με εκείνη την αγάπη που μένει κάπου μέσα στην καρδιά για όλη μας τη ζωή, και εκείνη, δίχως να γυρίσει να τον κοιτάξει, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και χάθηκε μέσα στο πλήθος της αποβάθρας.

5 Οκτωβρίου 1940

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

 

(Visited 60 times, 1 visits today)
Close