Written by 10:02 pm Blog, Ποίηση, Φωνές

Ιωσήφ Μπρόντσκι Οι εραστές τ’ Αυγούστου

Οι εραστές τ’ Αυγούστου,

οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,

τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,

οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα

τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,

εξαφανίζονται στα σοκάκια,

τρέχουν στις πλατείες.

Στους εραστές τ’ Αυγούστου

αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα

οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω

στα πουκάμισά τους,

φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές

κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.

Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,

να το που χρωματίζει τα δέντρα,

που σβήνει τη λάμπα,

που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .

Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,

γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.

Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.

Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες

κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,

συνομιλώντας με τον εαυτό σου.

Να τα λουλούδια και το διαμέρισμα με το νέο έρωτα,

με  το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,

παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,

παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.

Το νέο δείλι θορυβεί,

κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,

κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,

κανείς δε θα σου παρασταθεί,

κανείς δε θα σου σταθεί,

πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,

απ’ τα λουλούδια,

απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.

1961

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

Августовские любовники,

августовские любовники проходят с цветами,

невидимые зовы парадных их влекут,

августовские любовники в красных рубашках с полуоткрытыми

ртами

мелькают на перекрестках, исчезают в переулках,

по площади бегут.

Августовские любовники
в вечернем воздухе чертят
красно-белые линии рубашек, своих цветов,
распахнутые окна между черными парадными светят,
и они все идут, все бегут на какой-то зов.

Вот и вечер жизни, вот и вечер идет сквозь город,
вот он красит деревья, зажигает лампу, лакирует авто,
в узеньких переулках торопливо звонят соборы,
возвращайся назад, выходи на балкон, накинь пальто.

Видишь, августовские любовники пробегают внизу с цветами,
голубые струи реклам бесконечно стекают с крыш,
вот ты смотришь вниз, никогда не меняйся местами,
никогда ни с кем, это ты себе говоришь.

Вот цветы и цветы, и квартиры с новой любовью,
с юной плотью входящей, всходящей на новый круг,
отдавая себя с новым криком и с новой кровью,
отдавая себя, выпуская цветы из рук.

Новый вечер шумит, что никто не вернется, над новой жизнью,
что никто не пройдет под балконом твоим к тебе,
и не станет к тебе, и не станет, не станет ближе
чем к самим себе, чем к своим цветам, чем к самим себе.

1961

(Visited 2 times, 1 visits today)
Close