Written by 4:37 pm Blog, Ποίηση, Φωνές

Μπορίς Παστερνάκ Ο κήπος της Γεσθημανής

Με την λάμψη των αδιάφορων μακρινών αστεριών

Ήταν φωτισμένη του δρόμου η στροφή.

Ο δρόμος τραβούσε γύρω από το όρος των Ελαιών,

Ενώ από κάτω του κυλούσε ο Κέδρων.

Το λιβάδι κοβόταν στη μέση.

Πίσω του φαινόταν ο Γαλαξίας.

Οι ασημόγκριζες ελιές

Προσπαθούσαν να απομακρυνθούν μακριά πετώντας.

Στην άκρη υπήρχε το περιβόλι ενός ανθρώπου, ένα κομμάτι γης.

Αφήνοντας τους μαθητές πίσω από τον φράχτη,

Είπε: «Η ψυχή πενθεί θανάσιμα,

Μείνετε εδώ και παρακολουθήστε με».

Αρνήθηκε χωρίς αντίσταση,

Λες κι ήταν πράγματα αγορασμένα με δάνειο,

Την παντοδυναμία και την θαυματουργική δράση,

Και τώρα ήταν θνητός, όπως κι εμείς.

Η εσχατιά της νύχτας έμοιαζε τώρα με τη χώρα

Της εξόντωσης και του επέκεινα.

Η οικουμένη ήταν ακατοίκητη

Και μόνο ο κήπος αυτός ήταν ένας μέρος για να ζήσει κανείς.

Κοιτάζοντας αυτές τις μαύρες χαράδρες,

Άδειες, χωρίς αρχής και τέλος,

Για να αποφύγει τούτο το ποτήρι του θανάτου,

Με ματωμένο ιδρώτα στον πατέρα προσευχόταν.

Αφού ελάφρυνε την θανάσιμη κούραση,

Βγήκε έξω από τον κήπο. Οι μαθητές,

Νικημένοι από τη νύχτα,

Ξάπλωναν στο γρασίδι δίπλα στο δρόμο.

Τους ξύπνησε: «Ο Κύριος θέλησε

Να ζήσετε στις μέρες μου, εσείς όμως ξαπλώσατε

Κι ήρθε η ώρα του Υιού του Ανθρώπου.

Θα παραδώσει τον εαυτό του στα χέρια των αμαρτωλών».

Και μόλις το είπε, εμφανίστηκαν ξαφνικά

Πλήθος δούλων και μια ομάδα ζητιάνων,

Φωτιές, σπαθιά και πρώτος απ’ όλους ο Ιούδας

Με το προδοτικό φιλί στα χείλη.

Ο Πέτρος με το μαχαίρι απόκρουσε τους κεφαλοκυνηγούς

Και το αυτί ενός έκοψε.

Ακούει όμως εκείνη τη στιγμή: «Τις διαφορές δε λύνουμε με το ατσάλι,

Άνθρωπε βάλε στη θήκη στο μαχαίρι.

Αν είναι δυνατόν στου σκότους τις ιπτάμενες λεγεώνες

Ο Πατέρας να μ’ έστειλε άοπλο εδώ;

Χωρίς ν’ αγγίξουν ούτε μια τρίχα της κεφαλής μου,

Οι εχθροί χωρίς ίχνη χάθηκαν.

Το βιβλίο όμως της ζωής έφτασε σ’ εκείνη τη σελίδα

Που είναι πολυτιμότερη κάθε ιερού και όσιου.

Τώρα πρέπει το γραφτό να συμβεί,

Ας συμβεί λοιπόν. Αμήν.

Βλέπεις, το διάβα των αιώνων μοιάζει με παραβολή

Και μπορεί να αναφλεγεί καθ’ οδόν.

Εν ονόματι της τρομερής μεγαλειότητάς της

Μέσα από οικειοθελή βάσανα στο τάφο θα μπω,

Και όπως πλέουν στο ποτάμι οι σχεδίες,

Έτσι και στο δικαστήριο, θα έρθουν σ’ εμένα, σαν  φορτηγίδα

Οι αιώνες θα έρθουν μέσα από το σκοτάδι».

 

Από τον ποιητικό κύκλο “Τα ποιήματα του Δόκτωρα Ζιβάγκο”

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

     Η προδοσία στον κήπο της Γεσθημανής
             Ιλιά Ρέπιν, 1888

 

Гефсиманский сад

Мерцаньем звезд далеких безразлично
Был поворот дороги озарен.
Дорога шла вокруг горы Масличной,
Внизу под нею протекал Кедрон.
Лужайка обрывалась с половины.
За нею начинался Млечный Путь.
Седые серебристые маслины
Пытались вдаль по воздуху шагнуть.
В конце был чей-то сад, надел земельный.
Учеников оставив за стеной,
Он им сказал: «Душа скорбит смертельно,
Побудьте здесь и бодрствуйте со мной».
Он отказался без противоборства,
Как от вещей, полученных взаймы,
От всемогущества и чудотворства,
И был теперь как смертные, как мы.
Ночная даль теперь казалась краем
Уничтоженья и небытия.
Простор вселенной был необитаем,
И только сад был местом для житья.
И, глядя  в эти черные провалы,
Пустые, без начала и конца,
Чтоб эта чаша смерти миновала,
В поту кровавом он молил отца.
Смягчив молитвой смертную истому,
Он вышел за ограду. На земле
Ученики, осиленные дремой,
Валялись в придорожном ковыле.
Он разбудил их:  «Вас Господь сподобил
Жить в дни мои, вы ж разлеглись, как пласт
Час Сына Человеческого пробил.
Он в руки грешников себя предаст».
И лишь сказал, неведомо откуда
Толпа рабов и скопище бродяг,
Огни, мечи и впереди — Иуда
С предательским лобзаньем на устах.
Петр дал мечом отпор головорезам
И ухо одному из них отсек.

Но слышит: «Спор нельзя решать железом,

Вложи свой меч на место, человек.

Неужто тьмы крылатых легионов
Отец не снарядил бы мне сюда?
И, волоска тогда на мне не тронув,
Враги рассеялись бы без следа.
Но книга жизни подошла к странице,
Которая дороже всех святынь.
Сейчас должно написанное сбыться,
Пускай же сбудется оно. Аминь.
Ты видишь, ход веков подобен притче
И может загореться на ходу.
Во имя страшного ее величья
Я в добровольных муках в гроб сойду.
Я в гроб сойду и в третий день восстану,
И, как сплавляют по реке плоты,
Ко мне на суд, как баржи каравана,
Столетья поплывут из темноты».

 

(Visited 3 times, 1 visits today)
Close