Written by 7:47 am Αντίδωρα

Νατάσα Κεσμέτη Ζεστό σαμοβάρ

Το λοιπόν η αλωπού πήγε στη λίμνη… Είναι παγωμένα, όλο παγωμένα. “Πολύ!… Δοκμάζει με πόδι… κρακ! Κρουκ! «Ααα, αν καλά είναι δω». Κρακ – Κρουκ: με πόδι, μουσούδα, νύχι ανοίγει τρύπα, σκύβει: «Πολλά ψάρια μέαα. Ωραία!» είπε και τρίβει τα χέρια. Μεγάλα μικρά ψάρια, μαύρο νερό βαθιά περνάνε, παχουλά… Βάζει μέσα ουρά της, περιμένει…

– Δεν κρύωνε; τη διακόπτω ανυπόμονα.

– Βέβαια. Κάνει κρύο εκεί. Πολύ! Όχι σαν εδώ. Πονάει μύτη, πέφτει μύτη εκεί (και μου τραβάει τη δική μου στρίβοντάς την – να καταλάβω πως πονάει).

Παίρνει μια βαθιά ανάσα. Παίρνει συχνά βαθιές, κοφτές ανάσες, σαν κάτι να την εμποδίζει. Λαχανιάζει, σταματάει, τινάζει το κεφάλι, πίνει μια γουλιά απ’ το τσάι της…

– Μην κουράζεσαι Μαρούσκα! (Φωνάζει κάποιος από μέσα). Φτάνει τώρα. Ας πάει να παίξει…

– Όχι – Όχι! Να μου τελειώσει την αλεπού! (Βάζω τις φωνές με τη σειρά μου). Να μου τελειώσει την αλεπού.

Στριμώχνομαι στο ντιβάνι κοντά της. Δεν πρόκειται να την αφήσω με τίποτα. Εκείνη σιάχνει τις φουρκέτες στον κότσο της. Μαζεύει τις ασημόχρυσες τούφες από το λαιμό της. Η Μαρούσκα έχει έναν ήλιο στο κεφάλι της. Είναι τόσα πολλά τα μαλλιά της: Η χοντρή πλεξούδα που την κάνει στεφάνι πίσω στο κεφάλι της είναι ανυπόταχτη από το βάρος της. Θαρρείς θέλει να πετάξει, να ξεχυθεί σαν μεγάλο χρυσό πουλί στον ουρανό. Πού να την κρατήσουν οι φουρκέτες. Και λάμπει, πάντα λάμπει. Στο φως γίνεται ένα μαζί του: Η Μαρούσκα χάνεται απ’ το λαιμό κι επάνω! Μόνο το ψηλό, εύρωστο κορμί της μένει. Ένα κορμί σχεδόν ανδρικό. Τόσο δυνατή και μεγάλη είναι η Μαρούσκα – σαν την Μπάμπα – Γιάνγκα!

Δεν ξέρω πως έχουν μπερδευτεί στο μυαλό μου οι δύο τους…: αφού η Μαρούσκα είναι ο ήλιος μου και η Μπάμπα – Γιάνγκα η κακιά μάγισσα που ζει βαθιά στο δάσος στο σπίτι που έχει πόδια πανύψηλα, πόδια πουλιού με γαμψά νύχια – και κατά κάποιο τρόπο η ίδια η Μπάμπα – Γιάνγκα είναι και το… σπίτι της! Τι μπέρδεμα. Κι ωστόσο η Μαρούσκα είναι όλ’ αυτά μαζί. Όλα αυτά που λέει! Και στο σκοτάδι… πάλι κρυφολάμπει το στεφάνι στα μαλλιά της και την κοιτάζω από ψηλά έκθαμβη.

Της στρώνουμε κάτω στο πάτωμα όταν έρχεται. Πάμε στους Π. και παίρνουμε στρωσίδια, σκεπάσματα. Μας δίνουν και χρήματα και τρόφιμα, ό,τι μπορούν για τη Μαρούσκα. (Για πόσους δεν δίνουν οι Π. Όλο και κάποιος επαίτης στριμώχνεται στην πόρτα τους. Σαν Μετόχι καμιά Ρωσικής Λαύρας οι Π. δεν μπορούν ν’ αρνηθούν να δώσουν ακόμα κι όταν αγανακτούν με τίποτα επιτήδειους∙ πάλι γρήγορα το ξεχνάνε. Λυγίζει η καρδιά τους που ‘ναι από ευωδιαστό μαλακό κερί κι όλες τις πίκρες, τους θυμούς, τα πάθη, τα σπρώχνει στα βάθη. Τα κλειδαμπαρώνει, τα εξορκίζει. Μόνο τη συμπόνια κρατά και βουρκώνουν συχνά, κλαίνε: «Αχ η καημένη η κ. Μαρούσκα! Τέτοια κιμπάρισσα γυναίκα. Τέτοια Κυρία, τέτοια αρχόντισσα!»… Πάνε στον Άγιο – Αγχίλειο (το μικρό παλαιοημερολογήτικο εκκλησάκι χαμένα μέσα στα χαμηλά σπίτια της γειτονιάς), όπου κρατούν καμιά φορά δίσκο «Για τους φτωχούς της Ενορίας» και παίρνουν ό,τι έφερε η Κυριακάτικη γύρα για τα φάρμακα της Μαρούσκας.

Της στρώνουμε δίπλα στο κρεβάτι μου κι αν ανασηκωθώ λίγο τη διακρίνω μέσα στο φως που ακτινοβολεί γύρω της. Διακρίνω το στήθος της που ανεβοκατεβαίνει. Διακρίνω τη λαχανιασμένη κίνηση της αναπνοής: απ’ το στόμα, το λαιμό, ως το στήθος, την καρδιά της. Θαρρείς μόνο εισπνέει η Μαρούσκα. Ιδίως τη νύχτα δεν μοιάζει να βγάζει ποτέ, αλλά μόνο πασχίζει να τραβήξει αέρα και πνίγεται. Ανασηκώνεται κι αυτή σαν κάτι βαρύ να ‘χει πάνω τα, ολόγυρά της, που δεν την αφήνει. Ήσυχα όμως: κανείς δεν την παίρνει είδηση, εκτός από μένα που την παρατηρώ στα σκοτεινά.

Στριμώχνομαι κοντά της. Όχι, δεν την αφήνω, αν δεν μου τελειώσει πρώτα! Αλλά γρήγορα βρίσκομαι έξω απ’ το δωμάτιο…

– Μα τα χείλη της γίνανε μπλε. Δεν ντρέπεσαι! Δεν καταλαβαίνεις!

Τι να καταλάβω; Το μόνο που καταλαβαίνω είναι πως έχασα την αλωπού στο καλύτερο σημείο:

«Γιατί τα λες έτσι;» Τη ρώτησα κάποτε. Αν και αυτό είναι το πιο μαγευτικό στα παραμύθια της: Ο τρόπος που τα λέει. Οι λέξεις που είναι λάθος και σωστές μαζί. Κανείς δε μιλάει όπως αυτή: Είναι σα να τραβάει μια κουρτίνα ή ν’ ανοίγει παράθυρα χρόνια μανταλωμένα και μεμιάς όλα γεμίζουν ζεστασιά και φως. Ακόμα τραβάει τις αόρατες βίδες από τα έπιπλα, τα κάντρα, τους ανθρώπους, τις βίδες απ’ τα πόδια ή τα χέρια, το στόμα, το σβέρκο, τα δάχτυλα κι όλα κινούνται με μια αξιοθαύμαστη ακαταστασία που σου φέρνει κέφι, όρεξη. Όποτε έρχεται η Μαρούσκα μου ‘ρχεται μια μικρή διάθεση να φάω. Γεύσεις κι οσμές γνωστές, συνήθως αδιάφορες ή ενοχλητικές γίνονται ξαφνικά ορεκτικές!

– Γιατί τα λες έτσι;

– Χαρά μου είναι Ρώσα! – λέει και λάμπει πιο πολύ!

Κι όμως εγώ ξέρω πως όποτε η Μαρούσκα λάμπει έτσι, τότε είναι περισσότερο λυπημένη παρά ποτέ, τότε πονάει η καρδιά της αβάσταχτα κι αρχίζει να πονάει κ’ η δική μου, να σφίγγεται χωρίς να ξέρω γιατί.

Σπάνια με φωνάζει με τ’ όνομά μου. Μ’ έχει βαφτίσει «Χαρά μου» και η βαριά φωνή της γεμίζει το σπίτι, ξεχύνεται στους δρόμους σαν παιγνιδιάρα αρκούδα…

«Και βέβαια παίζουν οι αρκούδες! Δεν ξέρεις εσύ, Χαρά μου, τι παθαίνει αλωπού από την αρκούδα; Οι αλωπούδες είναι πονηρία, όμως η αρκούδα κάνει παιγνίδι και ντρόπιασε αλωπού, με τα ψάρια…».

Τι θαυμαστή αδιαφορία! Τι ασπίδα από άγια – Αδιαφορία με τύλιγε. Παρ’ όλο που κάτι δεν πήγαινε σ’ όλ’ αυτά καλά, παρ’ όλα τα ψιθυρίσματα και τις ανησυχητικές κουβέντες γύρω απ’ τη Μαρούσκα, τίποτα δεν μπορούσε ν’ ανακόψει την ανάγκη να χυθώ στην πηγή της, να πιω απ’ τις ιστορίες της, να χωθώ μες στα μαλλιά της που φύλαγαν τον κόσμο της Μπάμπα – Γιάνγκα, να ‘μαι η Χαρά της ή η… «Χαρά μου» – ούτε που ξέρω.

Αυτή μου μάθαινε τη γλώσσα. Αυτή με βάφτιζε στη γλώσσα που δεν ήξερε! Καλά που δεν την «ήξερε»! Ξεράδια η γνώση – αργά το μαθαίνει κανείς.

Αγία αδιαφορία: «Στηθάγχη», «Εμιγκρέ», «Πείνα», «Άπορη», «Χήρα»… κάθε μια βάρβαρη λέξη εγκλωβιζόταν σε μια φουσκάλα και ταξίδευε μακριά όπως το χάρτινο βαρκάκι του Μολυβένιου Στρατιώτη, αφήνοντας ανέγκιχτη τη Μαρούσκα. Πού να ξέρω, τότε, πως μία – μία θα ξαναγύριζε μέσα στα ψάρια που θα ψάρευα η ίδια στη ζωή μου «μεγαλώνοντας», κι όπως θα τα ξεκοίλιαζα στον πάγκο θα τις έβρισκα μέσα στην κουζίνα μου θρονιασμένες, σαν να ήταν πάντα εκεί, και θα ‘πρεπε να κάνω ανάποδα όλη τη διαδρομή ξανά για να ‘βρω τη «Χαρά μου» μέσα από την πιο επώδυνη γνώση: καλώντας και όχι διώχνοντας, αποδεχόμενη (τις βάρβαρες λέξεις, τα βάρβαρα πράγματα) κι όχι απορριπτική.

Στο κάτω – κάτω όμως «καιρός του σπείρειν καιρός του θερίζειν», αν κι αυτό που σπέρνεται τις πιο πολλές φορές σπέρνεται μαζί μας σα να ‘μαστε εμείς που σπερνόμαστε…

Λοιπόν τα πράγματα συμβαίνουν ανάποδα και δρουν αντίθετα απ’ ότι νομίζουμε: Μπορεί να ‘ναι κάποιος σιωπηλός, να μην ανταλλάξουμε λέξη μαζί του και να μας διδάξει όσα δέκα δάσκαλοι… Μπορεί να περάσει φάντασμα – αεράκι κάποιος μια στιγμή – κι αυτό είναι: έχει σφραγιστεί μ’ ένα τρόπο η μοίρα μας. Όλα τα σχέδια να πάνε στράφι κι ένα τυχαίο γεγονός να ντροπιάσει όλες τις πιθανές και απίθανες αλλά πάντως πασίδηλες αιτίες. Δεν είναι τι θέλουμε και τι οργανώνουμε αλλά τι Θέλει και τι Οργανώνεται πίσω απ’ τα προγράμματά μας… Τι Θέλει και τι Οργανώνει όχι καμιά Θεά – Τύχη αλλά η Σοφή Αταξία της Ζωής ή πιο σωστά η Σοφή Α-τυχία μας.

«Και τι κάνουμε λοιπόν;» Χρόνια με βασάνιζε το ίδιο: Πώς θα ξεκόψω από το λασπωμένο δρομάκι, τις λακκούβες με το θολό νερό – σα να ‘ταν καρόδρομος. Γιατί με πήρε μαζί της; Ίσως δεν είχε πού να μ’ αφήσει, ίσως το ήθελα, επέμενα. Μπορεί… πάνω στη βιασύνη της μήπως και την προλάβουμε τη Μαρούσκα… Ποιος να μας ειδοποίησε; Πού να τηλεφώνησε; – ήταν σπάνιο το τηλέφωνο τότε. Κι όμως, μας βρήκανε. Μόνο που δεν προλάβαμε.

Δεν είχα πάει ποτέ άλλοτε στο δωματιάκι της. Ήταν πολύ μακριά. Πήραμε τραίνο, λεωφορείο… Ίσως ήταν κάποια γειτονιά του Πειραιά. Έψαχνα για την παγωμένη λίμνη που άστραφτε μέσα σε γαλάζιους και πράσινους ατμούς , κι ολόγυρα ασημένιες σημύδες. Έψαχνα για την ξεπαγιασμένη αλωπού και την έντιμη αρκούδα που της έδωσε ένα καλό μάθημα∙ τις ίσμπες και τις πολύχρωμες κυρούλες…

Βουτηχτήκαμε στις λάσπες, στις λακκούβες με το θολό νερό. Η ίσμπα ήταν ένα άδειο δωματιάκι σε μια κρύα αυλή. Καθαρό, φτωχό και άδειο. Σε μια γωνιά ένα τραπεζάκι με μια γκαζιέρα, κάτι μπουκάλια. Στον τοίχο λίγες κατσαρόλες. Κουβάς με νερό. Ίσως μια βρύση. Ένα μεγάλο κρεβάτι σιδερένιο κι ανάμεσα στα κάγκελα περασμένες, όπως και στον τοίχο κολλημένες, καρτ  – ποστάλ! Τι ωραίες καρτ-ποστάλ: πολύχρωμες, γυαλιστερές – η ίδια η Μαρούσκα Ξαφνικά τη βρήκα! Κι όλα όσα ήθελα να σβήσω, να εξαφανίσω σβήσανε με μιας. Κρεμάστηκα από τις καρτ-ποστάλ. Ήμουνα μες στις καρτ-ποστάλ κι άκουγα σαν υπνωτισμένη:

– Δεν είπε τίποτα; Δεν άφησε κάποιο μήνυμα;

– Όχι. Μόνο ζητούσε να τη φέρουμε σε σας αλλά ώσπου να καταλάβουμε, είχε ξεψυχήσει…

– Σσς! – είπε η μητέρα στη γειτόνισσα και κοίταξε προς το μέρος μου. Καμώθηκε πως δεν ακούω.

– Μπορείτε να πάρετε ό,τι θέλετε. Δεν είχε κανένα.

– Ναι, ούτε παιδιά, ούτε κανένα. Ο άντρας της πέθανε το ’42-42. Δεν άντεξε την πείνα, τον ξεπεσμό. Αυτή του έδινε και το δικό της, το ελάχιστο, έτσι μας έλεγε. Η ίδια έκανε κουράγιο. Είχε κουράγιο. Θυμόταν το σαμαβάρ της, τα καλά της στην πατρίδα της αλλά δεν λυπόταν∙ αντίθετα, άντεχε. Ήταν γενναία γυναίκα. Τα παλιά της πλούτη, έλεγε, της έδιναν δύναμη – οι μνήμες της. Έπειτα την αγαπούσε τη ζωή. Πάντα έχει κάτι καλό η ζωή, μου έλεγε, κάτι άξιο. «Να, κοντά σου να μείνω και θα γίνω καλά», μου έλεγε…

– Λοιπόν, πάρτε ό,τι θέλετε. Έχει κεντήματα νομίζω… η κουβέρτα της είναι της χειρός. Σας αγαπούσε…

– Όχι. Δεν θα πάρω τίποτα. Μην το ξαναπείτε.

Η φωνή της ήταν σταθερή κι η καρδιά μου έκανε κρακ. Τις καρτ-ποστάλ! Αυτές ήταν η Μαρούσκα! Δεν μπορούσα να τις αφήσω εκεί. Τις ήθελα τόσο που μ’ έπιασε τρεμούλα. Την σκούντησα ελαφρά αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε. Τις έδειξα τις καρτ-ποστάλ. Δεν κατάλαβε.

– Μα…, επέμενε η γειτόνισσα, έχεις κόρη…

– Όχι! – ξανάπε η μητέρα: Τίποτα.

Με τράβηξε και φύγαμε.

Λοιπόν, η ζωή είναι από μια άποψη… πολύ αστεία. Ώσπου να γίνω μάνα και ν’ αρχίσω να διαβάζω πάλι παραμύθια δεν αναρωτήθηκε ποτέ για την πιστότητα της ιστορίας της «αλωπούς» κι άρχισα να τη διηγιέμαι κι εγώ (στην αρχή με κάποια συγκίνηση κι αργότερα ψύχραιμα, αν και ποτέ ψυχρά), όπως την έμαθα από τη Μαρούσκα. Ήθελα δεν ήθελα τη χρωμάτιζα όπως αυτή τόσα χρόνια πριν και δεν απόφευγα να πω στο τέλος:

«Κατάλαβες Χαρά μου; Δεν κερδίζουν πάντα οι πονηροί ούτε οι ξύπνιοι. Οι αρκούδες δεν είναι καλοκάγαθα ζώα αλλά είναι έντιμες και δίκαιες. Έπειτα είναι παιχνιδιάρες. Παίζουν γιατί αυτό τους δίνει χαρά, όχι για να σπάσουν πλάκα σε βάρος κανενός. Παρεμπιπτόντως όμως, πήρε η πονηρή αλεπού ένα καλό μάθημα γιατί πίστεψε στα λόγια της αρκούδας – με τι τρόπο πιάνει ψάρια. Κι όταν έσφιξε ο πάγος γύρω της και δεν μπορούσε να κουνηθεί… πάει η φουντωτή της η ουρά! Γιατί όπως λένε: «το έξυπνο πουλί…» (σε Ελληνικά όλ’ αυτά βέβαια που ποτέ δεν θα μάθαινε, ίσως, η Μαρούσκα ακόμη κι αν προλάβαινε να ζήσει).

– Μα όχι! Δεν το λες καθόλου σωστά – με διέκοψε μια μέρα το παιδί μου: Δεν είναι έτσι το παραμύθι. Το λες ανάποδα!

Αδύνατο να το χωρέσει ο νους μου. Κι όμως το παιδί έφερε το βιβλίο με τα παραμύθια που πρόσφατα του είχαν κάνει δώρο, κι εκεί με μεγάλη συνέπεια αιτίου και αποτελέσματος δινόταν η εξήγηση γιατί οι αρκούδες είναι κολοβές: πως δηλαδή μια μέρα η Κυρά-Μάρω ξεγέλασε την κουτή χοντρο-Αρκούδα που πήγε να ψαρέψει με την ουρά της στον πάγο κι έχασε την ουρά της για πάντα, γιατί πίστεψε την πονηρή αλεπού. Και γι’ αυτό να μην πιστεύουμε ποτέ τους πονηρούς ανθρώπους.

– Εσύ ξέρεις να ξεχωρίζεις ποιοι είναι πονηροί και ποιοι αγαθοί; Ρώτησα με κρυφή ανακούφιση.

– Μα φυσικά. Δεν είμαι σαν την κουτο-Αρκούδα!

Η ζωή είναι αστεία και οι εκδοχές της πολλές. Δε βγάζω άκρη. Απ’ την άλλη δεν αισθάνομαι προδομένη αλλά και δε μάχομαι για το δίκιο της αρκούδας, ούτε της Μαρούσκας. Μπορεί να υπάρχει κι άλλη παραλλαγή. Δεν είμαι ηττοπαθής. Είμαι μ’ έναν παράδοξο τρόπο στα νύχια του ρεαλισμού: Δεν μπορώ να βάλω κανένα στην καρτ-ποστάλ μαλακά ή με το ζόρι και δεν βρίσκω πια γιατί πρέπει να προσπαθήσω να βγω εγώ!

Τίθεται βέβαια ένα θέμα επικοινωνίας: Αν οι έντιμες αρκούδες, για μένα, είναι κουτές για το παιδί μου, κι αν οι ξύπνιες αλεπούδες νικούνε τα παιγνιδιάρικα πλάσματα της γης τελεσίδικα… ε, αυτό είναι ένα διαφορετικό όραμα του κόσμου! Αλλά δε μ’ ενδιαφέρουν τα συμπεράσματα. Και τα συμπεράσματα, είναι ένα είδος τελικής εκδοχής – τίποτα μόνιμο στην ουσία.

Έτσι γιατί να καίγομαι να ξεκόψω από το χαμόδρομο με τις λάσπες; Χωρίς αυτόν δεν υπάρχει καρτ-ποστάλ. Χωρίς την καρτ-ποστάλ Μαρούσκα. Χωρίς τη Μαρούσκα γλώσσα, παραμύθι… Χαρά μου. Και χωρίς τη «Χαρά» δεν υπάρχω εγώ! Κ’ ίσως τόσα χρόνια που μ’ έπιανε κρύος ιδρώτας στη σκέψη και μόνο εκείνου του έρημου δωματίου, του άδειου σιδερένιου κρεβατιού, αναρωτιόμουνα: «Γιατί» και «τι να δικαιώνει τόσες έρημες Μαρούσκες του κόσμου;» Τόσα χρόνια που προσπαθούσα να σβήσω την καρτ-ποστάλ απ’ την καρδιά μου, να μην υπήρχα πραγματικά! Γιατί… πάσχιζα να σκίσω την καρτ-ποστάλ και ξέσκιζα μαζί και τη «Χαρά μου». Την έρημη δική μου χαρά, που μια στιγμή την είδα, δεν πρόλαβα…

Γενναία γυναίκα, κιμπάρισσα! Μαρούσκα της νηπιακής μου ζωής, σου κόβω σήμερα τη μερίδα «εις μνήμην…» στη μυστική Λειτουργία της μέρας μου. 1985… κοντά 40 χρόνια μετά: Ένας δρόμος, μια αλωπού, μαλλιά φωτεινά σαν ήλιος, η Μπάμπα – Γιάνγκα κ’ η Ρώσα… Ε, ναι. Μπορεί να ‘ναι όλο κι όλο το περίγραμμα μιας ζωής ή «just a snap» – Χαρά μου! …Χαμογελάστε παρακαλώ.

«Λοιπόν, η αλωπού τραβάει την ουρά της, μα που!…

– Ωχ, Ωχ, βογγάει!

– Τί έπαθε; – ρωτάνε όλο τα ζώα.

– Ασήκωτη η ουρά μου απ’ τα ψάρια. Για έλα εσύ: τραβάτε!

Τραβάει- τραβάει-τραβάει τα ζώα… Κρακ-Κρουκ… «Ωχ, Ωχ, η ουρίτσα μου!» Κατάλαβες Χαρά μου; Και φεύγει ντροπιασμένη κόκκινη ίσμπα της και αρκούδα ακολουθεί βάλει επίδεσμο, περιποιηθεί το τραύμα. Καλή Αρκούδα… συμπονάει αλωπού και πιο πολύ θέλει να παίξει, Χαρά μου. Μέλι και παιγνίδια είναι η αρκούδα η δυνατή. Μέλι και παιγνίδι βρίσκεις, Χαρά μου, ζεστό σαμαβάρ άμα έχεις, να εδώ!»

…και χτύπαγε ελαφρά το στήθος της εκεί που τη χτύπησε η στηθάγχη:

«Ζεστό σαμαβάρ άμα΄εχεις, να εδώ… όλα έχεις, Χαρά μου!»

 

(Visited 5 times, 1 visits today)
Close