Written by 7:48 am Θεολογία, Τετράδια ρωσικής σκέψης

π. Πάβελ Φλορένσκι Οι δύο κόσμοι (επιστολή Α’)

Μειλίχιε και ακριβέ μου!

Με παγωνιά, θλίψη και μοναξιά με έπνιξε η θολωτή μας κάμαρα, όταν για πρώτη φορά μετά το ταξίδι, άνοιξα την πόρτα της.

Τώρα, φευ!,- μπήκα σε αυτήν μοναχός, χωρίς εσένα.

Δεν ήταν μόνο αυτή η πρώτη εντύπωση. Πλύθηκα και συμμαζεύτηκα. Ήταν εκεί, όπως πάντα, στα ράφια οι σειρά των υλικών σκέψεων. Ήταν εκεί, όπως παλιά, το στρωμένο κρεβάτι σου, και η καρέκλα σου βρίσκεται στη θέση της αμετακίνητη (ας υπάρχει τουλάχιστον η ψευδαίσθηση ότι είσαι μαζί μου!). Στον πάτο του πήλινου δοχείου, συνεχίζει να καίει το έλαιο, στέλνοντας μία στήλη φωτός προς τα πάνω, προς την Αχειροποίητο Μορφή του Σωτήρα. Όπως και παλιά, αργά το βράδυ φυσάει ο αγέρας κουνώντας τα δέντρα έξω από το παράθυρο. Όπως και παλιά, ακούγονται δυνατά οι επιδοκιμαστικοί χτύποι της βακτηρίας του νυχτοφύλακα, φωνάζουν με βραχνές φωνές οι ατμομηχανές. Κάθε πρωί, όπως πάντα, συναγωνίζονται μεταξύ τους οι φωνακλάδες πετεινοί. Γύρω τις τέσσερις η ώρα το πρωί, όπως πάντα, χτυπάει η καμπάνα, καλώντας στον όρθρο. Οι μέρες και οι νύχτες είναι ένα για μένα. Θαρρείς, δεν ξέρω ποιος είμαι και τι μου συμβαίνει. Το άκοσμο και το άχρονο έχει καταλάβει το χώρο κάτω από τους θόλους, είναι ανάμεσα στους στενούς τοίχους του δωματίου μας. Πίσω από τους τοίχους έρχονται άνθρωποι, μιλούν, λένε τα νέα τους, διαβάζουν εφημερίδες και μετά φεύγουν, έρχονται διαρκώς, αιώνια. Φωνάζουν ξανά με τις βαθιές κοντράλτο φωνές τους οι μακρινές ατμομηχανές. Η αιώνια ηρεμία είναι εδώ, η αιώνια κίνηση είναι εκεί. Όλα, όπως τ’ άφησες… Μα εσύ δεν είσαι μαζί μου και έτσι ο κόσμος μου φαίνεται έρημος. Είμαι μοναχός, απόλυτα μοναχός σ’ ολάκερο τον κόσμο. Η μελαγχολική μου όμως μοναξιά φωλιάζει γλυκά στο στήθος. Ορισμένες στιγμές νομίζω πως έχω μεταμορφωθεί σε ένα από εκείνα τα φυλλαράκια που στροβιλίζονται από τον αγέρα στα μονοπάτια.

Σήμερα, σηκώθηκα νωρίς το πρωί, γιατί ένιωσα κάτι καινούργιο. Όντως, μέσα σε μια νύχτα τελείωσε το καλοκαίρι. Στην ανεμοθύελλα στροβιλίζονταν και φιδογύριζαν στο έδαφος τα χρυσά φύλλα. Τα πουλιά πετούσαν κατά σμήνη. Απλώθηκαν οι γερανοί, ξεσάλωσαν οι κουρούνες και τα κοράκια. Η ατμόσφαιρα έχει πια την δροσερή φθινοπωρινή μυρωδιά, μυρίζει πεσμένα φύλλα που φέρνουν μία μελαγχολία από μακριά.

Πήγα στην άκρη του δάσους.

Έπεφταν τα φύλλα το ένα μετά το άλλο. Στροβιλίζονταν αργά σαν νεκρές πεταλούδες, πέφτοντας στο χώμα. Στο τσακισμένο χορτάρι έπαιζε ο άνεμος με τις «υγρές σκιές» των κορμών. Πόσο όμορφα, πόσο χαρούμενα και πόσο μελαγχολικά είναι! Ω, μακρινέ, ήρεμε μου αδελφέ! Εσύ είσαι η άνοιξη κι εγώ το φθινόπωρο, το παντοτινό φθινόπωρο. Νομίζω πως όλη μου η ψυχή βυθίζεται σε μια γλυκιά χαύνωση, βλέποντας αυτά τα φτερωτά φύλλα σκορπώντας «τα αρώματα των των σκιερών δασών».

Νομίζω πως η ψυχή μου βρίσκει τον εαυτό της, βλέποντας αυτόν τον θάνατο,- τρέμοντας προαισθανόμενη την ανάσταση. Βλέποντας τον θάνατο! Βλέπεις, με περιβάλλει. Και τώρα μιλάω πια όχι για τις σκέψεις μου, όχι για τον θάνατο εν γένει, μα για τον θάνατο εκείνων που είναι ακριβοί για μένα. Πόσους έχω χάσει τούτα τα τελευταία χρόνια. Ο ένας μετά τον άλλον, ο ένας μετά τον άλλον, σαν κιτρινισμένα φύλλα πέφτουν οι αγαπημένοι μου. Σ’ αυτούς ένιωθα τη ψυχή, σ’ αυτούς έλαμπε ορισμένες στιγμές του Ουρανού η λάμψη. Εκτός από καλό τίποτα άλλο δεν είδα από αυτούς. Η συνείδησή μου όμως βασανίζεται: «Τι έκανα γι’ αυτούς;», Να, δεν υπάρχουν πια κι ανάμεσα σ’ εκείνους και σ’ εμένα άβυσσος υπάρχει.

Ο ένας μετά τον άλλον, ο ένας μετά τον άλλον, σαν φύλλα φθινοπωρινά, στροβιλίζονται πάνω από το σκοτεινό έρεβος εκείνοι, με τους οποίους αιώνια ζει η καρδιά. Πέφτουν, – και δεν έχει επιστροφή, δεν υπάρχει πια η δυνατότητα να αγκαλιάσω τα πόδια καθενός τους. Δεν μπορώ να να χύσω δάκρυα και να ικετεύσω για συγχώρεση, να ικετεύσω για συγχώρηση ενώπιον του κόσμου όλου.

Ξανά και ξανά, με απερίγραπτη ακρίβεια συνειδητοποιώ όλες τις αμαρτίες, όλες τις «μικρές» ποταπότητες. Ολοένα και πιο βαθιά, σαν φλεγόμενες επιστολές, καίνε την ψυχή εκείνες οι «μικρές» απροσεξίες, ο εγωισμός και σκληρότητα, οι οποίες σιγά – σιγά σακάτεψαν την ψυχή. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ξεκάθαρο από το κακό. Ποτέ, τίποτα δεν είναι τόσο ξεκάθαρο όσο η απτή αμαρτία. Πάντα όμως (πάντα, Κύριε!) για λεπτομέρειες. Από λεπτομέρειες φτιάχνονται οι σωροί. Και, κοιτάζοντας προς τα πίσω, δεν βλέπεις τίποτα, εκτός από αθλιότητες. Τίποτα καλό… Ω, Κύριε!

Αδιάλειπτα πέφτουν τα φθινοπωρινά φύλλα· το ένα μετά το άλλο διαγράφουν κύκλους πάνω από τη γη. Ήρεμα ζεσταίνει το άσβεστο καντήλι και πεθαίνουν οι οικείοι ο ένας μετά τον άλλον. «Ξέρω πως θα αναστηθεί στην ανάσταση, στην έσχατη ημέρα». Και παρόλα αυτά. Με κάποιον ειρηνευμένο πόνο, επαναλαμβάνω μπροστά στον σταυρό μας, τον οποίο έφτιαξες μόνο σου από ένα απλό ξύλο, τον οποίο ευλόγησε ο τρυφερός μας Στάρετς: «Κύριε! Αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου».

Γυρίζουν όλα, γλιστρούν στην νεκρή άβυσσο. Μόνο Ένας υπάρχει, μόνο Ένας είναι το αναλλοίωτο, η ζωή και η ηρεμία. «Σε αυτόν τείνει όλο το ρεύμα των γεγονότων· όπως η περιφέρεια προς το κέντρο, προς Αυτόν συγκλίνουν όλες οι αχτίνες του κύκλου των εποχών». Έτσι μιλάω όχι εγώ, με την φτωχή μου εμπειρία· όχι, αυτά μαρτυράει ο άνθρωπος, ο οποίος έχει βυθιστεί στο στοιχείο του Ενιαίου Κέντρου, – ο επίσκοπος Θεοφάνης ο Έγκλειστος. Απεναντίας, έξω από αυτό το Ενιαίο Κέντρο «το μοναδικό αξιόπιστο, δεν υπάρχει τίποτα αξιόπιστο και τίποτα που είναι πιο δυστυχισμένο ή αλαζονικό για τον άνθρωπο· – solum certum nihil esse certi et homine nihil miserius aut superbius», όπως ομολογεί ένας από τους ευγενέστερους των ειδωλολατρών, ο οποίος είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ικανοποίηση αυτής της πρωτοφανούς περιέργειας, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος. Ναι, στη ζωή όλα αλλάζουν, όλα εξισώνονται με τα χαρακτηριστικά των οφθαλμαπατών. Από τα βάθη της ψυχής όμως υψώνεται η αφόρητη ανάγκης να στηριχθείς στον «Στύλο και την Εδραίωση της Αληθείας», στο στύλο και το εδραίωμα της αλήθειας (1, Προς Τιμόθεον 3, 15), της αλήθειας και όχι απλά της αλήθειας, καμία από τις αλήθειες, όχι της μερικής και κατακερματισμένης ανθρώπινης αλήθειας, η οποία μονίμως ανήσυχη και διχασμένη, σαν στάχτη που σέρνει στα βουνά ο αγέρας, μα της αλήθειας της όλης και της αιωνίως αιώνιας, της αλήθειας της ενιαίας και θείας, της λαμπρής φωτεινής αλήθειας, εκείνης της «Αλήθειας» η οποία κατά τον αρχαίο ποιητή είναι ο «ήλιος του κόσμου».

Πώς όμως να πλησιάσουμε αυτόν τον στύλο;

Στο άφθαρτο σώμα του αγίου Σέργιου, ο οποίος γαληνεύει πάντα την ανήσυχη ψυχή, καθημερινά και συνεχώς ακούμε το κάλεσμα που υπόσχεται την ηρεμία του ταραγμένου λογικού. Όλα όσα λέμε στην προσευχή προς τον Άγιο,- 43-e έρχεται από το Κατά Ματθαίον (Ματθ. 11, 27- 30) έχει κατά κύριο λόγο γνωστική σημασία,- τολμώ μάλιστα να πω θεωρητική – γνωστική, γνωσιολογική· και μία τέτοια σημασία γίνεται αμέσως έτι περισσότερο ξεκάθαρη, όταν βλέπουμε πως το αντικείμενο ολόκληρου του 11ου κεφαλαίου του Κατά Ματθαίον είναι αφιερωμένο στο ζήτημα περί γνώσης, – στο ζήτημα σχετικά με την ανεπάρκεια της λογικής γνώσης και για την αναγκαιότητα της πνευματικής γνώσης. Ναι, ο Θεός «έκρυψε» όλα όσα μπορούν αποκλειστικά να χαρακτηριστούν άξια γνώσης, «από τους σοφούς και φρόνιμους» και το «αποκάλυψε στα βρέφη» (Ματ. 11, 16). Θα ήταν αδικαιολόγητη βία κατά του Θείου λόγου να επανερμηνεύσουμε τους «σοφούς και φρόνιμους» ως «φαινομενικά σοφούς», «φαινομενικά φρόνιμους» και να τους θεωρήσουμε στην πραγματικότητα όχι όπως είναι, αλλά σαν «βρέφη» να τους αντιμετωπίζουμε ως ενάρετους σοφούς. Φυσικά, ο Κύριος, είπε χωρίς ειρωνεία εκείνο που ήθελε να πει: η αληθινή ανθρώπινη σοφία, η αληθινή ανθρώπινη λογική δεν επαρκεί για αυτό, ακριβώς επειδή είναι ανθρώπινη. Την ίδια στιγμή όμως, η διανοητική «βρεφικότητα», η απουσία διανοητικού πλούτου, ο οποίος είναι εμπόδιο για την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών, μπορεί να είναι προϋπόθεση για την άσκηση της πνευματικής συμπεριφοράς. Η πληρότητα των πάντων βρίσκεται στον Ιησού Χριστό, γι’ αυτό και η εποπτεία της είναι δυνατή μόνο μέσω Εκείνου και από Εκείνον. Όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες γνώσης, οι οποίες βασάνισαν τους φτωχούς σοφούς, είναι πεπερασμένες.  Σαν τις άγαρμπες καμήλες, είναι φορτωμένοι με τις γνώσεις τους και σαν το αλμυρό νερό, η επιστήμη το μόνο που κάνει είναι να υποδαυλίζει την δίψα για γνώση, χωρίς να προσφέρει ποτέ ηρεμία στον ταραγμένο νου. Μα ο «χρηστός ζυγός» του Κυρίου και το «ανάλαφρο άχθος» Του δίνουν στο νου, εκείνο που δεν δίνει και δεν μπορεί να δώσει ο σκληρός ζυγός και το βαρύ, δυσβάσταχτο βάρος της επιστήμης. Να, γιατί στο φέρετρο του ερέβους ευλογημένα ηχούν και ηχούν όλα, σαν το ασταμάτηρο ρυάκι του φρέσκου νερού, τα θεία λόγια:

«Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.  (Κατά Ματθαίον 11, 27- 30)».

Μακριά από εμένα όμως κάθε σκέψη προκειμένου να πείσω κάποιον. Από το υστέρημα μου δίνω. Κι αν έστω μία ψυχή ένιωσε ότι δεν μιλάω με τα χείλη και δεν απευθύνομαι στα αυτιά της, δεν θα ήθελα τίποτα άλλο. Γνωρίζω πως με δεχτείς, γιατί εσύ είσαι που καταλύεις τα όρια του εγωισμού μου.

Αδελφέ, ομόψυχε Αδελφέ μου! Και αποκομμένος και μοναχικός, παρόλα αυτά είμαι μαζί σου. Ανυψούμενος του χρόνου, βλέπω το καθάριο βλέμμα σου, για άλλη μία φορά μιλάμε ενώπιος ενωπίω. Για εσένα σκέφτομαι να γράψω τις διακεκομμένες γραμμές μου. Δεν θα μου χρεώσεις ότι θα τις παραθέσω χωρίς σύστημα, σημειώνοντας απλά ορισμένους σταθμούς.

Στις ερημικές φθινοπωρινές νύχτες, τις ιερές ώρες της σιωπής, όταν στις βλεφαρίδες λάμπει το δάκρυ του ενθουσιασμού, θα προσπαθήσω να σου γράφω τα σχήματα και τα θλιβερά αποσπάσματα εκείνων των ερωτημάτων, τα οποία τόσο πολύ έχουμε συζητήσει μαζί. Γνωρίζεις εκ των προτέρων τι θα γράψω. Καταλαβαίνεις ότι δεν είναι διδαχές και ότι το σοβαρό ύφος οφείλεται στην ανόητη αδυναμία μου. Αν ο σοφός δάσκαλος αντιμετωπίζει τα δύσκολα ζητήματα αστειευόμενος, ο άπειρος μαθητής ακόμη κι όταν ασχολείται με ανοησίες έχει επίσημο ύφος. Όμως εγώ δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μαθητή ο οποίος επαναλαμβάνει μετά από εσένα τα μαθήματα της αγάπης.

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

Η πρώτη, εισαγωγική επιστολή του κορυφαίου θεολογικού έργου του π. Πάβελ Φλορένσκι “Ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας”.

(Visited 11 times, 1 visits today)
Close