Written by 4:09 am CoronaVerse, Ποίηση, Φύλλα

Τατιάνα Σερμπινά Βγαίνω έξω

Το βγαίνω έξω, είναι μία απαγορευμένη ζώνη, ασφαλισμένη με κλειδωνιά,

Χοντρή, κρεμαστή, λεπτή και σκαλιστή, κάποιος έχει το κλειδί της,

Εγώ έχω μόνο γυαλιά για να βλέπω την κλειστή πόρτα,

Όπου είναι σφραγισμένη κι η χαραμάδα κι έχει κάμερα παρακολούθησης,

Και στο χερούλι πρόστιμο, αν το γυρίσεις,

Το βγαίνω έξω είναι ένας χαμένος κόσμος κι εγώ χωρίς αυτόν είμαι χαμένη.

Περήφανα βγάζω τα σκουπίδια, κρυφά τρέχω στο μαγαζί,

Φορώντας μάσκα, γάντια, σε κοινωνική αποστασιοποίηση,

Μα αυτό δεν είναι πια βγαίνω έξω, είναι τα περίχωρά του.

Ο έξω κόσμος είναι κλειστός, τα θέατρα, τα καφέ, τα φεστιβάλ, οι καλεσμένοι,

Όλα τα έχει καταβροχθίσει η ονλάιν πραγματικότητα.

Στον έξω κόσμο, τον οποίο λαχταρώ τόσο πολύ, δεν μπορώ να πάω,

Έχει πύλες, κι ένα λόχο και μία τάφρο μπροστά τους.

Στο ψηφιακό στρατόπεδο συγκέντρωσης το κορμί είναι βάρος,

Αν δεν είσαι φυτό ή γατάκι,

Αν κι όλα για εκεί πηγαίνουν.

Το βγαίνω έξω, είναι μία απειλή για το σώμα, μία απόλαυση της ψυχής.

Αμήν!

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

 

НАРУЖА

Наружа – запретная зона, закрытая на замок,

толстый, висячий, и тонкий, врезной – у кого-то к ним есть ключи,

у меня – только очки, рассматривать запертые ворота,

там еще на щеколду закрыто, с камерой наблюденья,

и на крючок со штрафом, если его поднимешь,

наружа – потерянный мир, и я без него потеряна.

Гордо иду на помойку, тайком в магазинчик,

в маске, перчатках, с социальной дистанцией,

но это еще не наружа – ее предместье.

Наружа закрыта – театры, кафе, фестивали, гости,

всё заглотил онлайн.

К дальней наруже, куда мне так надо, не подступиться,

там ворота, и рота, и ров перед ними.

В цифровом концлагере тело обременительно,

если ты не растение и не котик,

хотя всё к этому шло.

Наружа – угроза телу, услада души, аминь.

(Visited 3 times, 1 visits today)
Close