Written by 4:48 am Δοκίμιο, Ιστορία

Όλγα Σεντακόβα Η λειτουργία του πένθους. Περί ζώντων και ατάφων

Το έργο της μνήμης κατά του έργου της ζωής:

η κατάρα των νεκρών και η κοινότητα των ζωντανών

 

Προοίμιο του συγγραφέα

Στο Κέντρο Πολιτισμού του Μιλάνου στις 6 Μαρτίου 2017 πραγματοποιήθηκε μία εκδήλωση, αφιερωμένη στα 100 χρόνια της Ρωσικής επανάστασης. Σύμφωνα με τη αντίληψη των διοργανωτών, έπρεπε να συζητήσουμε τις πνευματικές πηγές της επανάστασης, βασισμένοι στην ανάλυση των συγγραφέων της συλλογής άρθρων «Σταθμοί» (που είχαν μεταφραστεί και ήταν γνωστά στην Ιταλία). Το θέμα είχε οριστεί ως εξής: «Στις πηγές του Μηδενισμού». Καλεσμένοι ήταν δύο ομιλητές, ο καθηγητής Αντριάνο Ντελ Άστα, που διδάσκει φιλοσοφία στο καθολικό πανεπιστήμιο Sacro Cuore (Μιλάνο) και εγώ. Ο Αντριάνο Ντελ Άστα αναφέρθηκε στον ρωσικό Μηδενισμό του 19ου αιώνα και στη σύγχρονη εκδοχή του Μηδενισμού στην Ευρώπη. Εγώ απομακρύνθηκα από το θέμα, αναλύοντας όχι τους «δαίμονες της επανάστασης» αλλά στο τι έφεραν μαζί τους.

Οι Ρώσοι στοχαστές αφιέρωσαν πολύ χρόνο μελετώντας και γράφοντας για τους «δαίμονες της επανάστασης», για τις αιτίες, για τη φύση της και για το τι ήταν εκείνο που προετοίμασε τη ρωσική κοινωνία γι’ αυτή. Αυτοί που είχαν μεγαλώσεις και ωριμάσει στην προεπαναστατική μας χώρα, είχαν τη δυνατότητα να δουν τα γεγονότα από μία άλλη πλευρά: από την πλευρά του «πριν» και την «εξω-επαναστατική». Εμείς που γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην «ώριμη» Σοβιετική Ένωση, όπως ήταν φυσικό, δεν είχαμε τέτοια ευκαιρία. Γνωρίζαμε το παρελθόν της χώρα μας μόνο στην ιδεολογικά επεξεργασμένη του μορφή. Μας ήταν, νομίζω, πολύ δυσκολότερο απ’ ότι στους Ευρωπαίους, να φανταστούμε πώς ήταν πριν και πώς συνέβησαν όλα αυτά (και κατά τη γνώμη πολλών αυτοπτών μαρτύρων, από την παλιά Ρωσία δεν έμεινε λίθος επί λίθου). Το περιβόητο Σιδηρούν Παραπέτασμα μάς απομόνωνε όχι μόνο από το εξωτερικό αλλά και τη δική μας ιστορία. Όταν σηκώθηκε αυτό το Παραπέτασμα και βρέθηκα για πρώτη φορά στην Ευρώπη (ήμουν ήδη 40 ετών σχεδόν), η πρώτη και πλέον ισχυρή εντύπωση από αυτά που είχα ήταν ότι: αυτός είναι ο «προεπαναστατικός» κόσμος. Προκειμένου να εξηγήσουμε σε ποιους πυλώνες στηρίζεται ένας τέτοιος κόσμος, στα χρόνια της Περεστρόικα, είχαμε βρει μία στερεοτυπική έκφραση: «πανανθρώπινες αξίες». Η επανάστασή μας αποφάσισε να οικοδομήσει τον δικό της «νέο κόσμο» πάνω σε άλλα θεμέλια. Ελπίζω ότι από αυτά που θα πω σήμερα εδώ, αυτή η εντύπωσή μου για την «προεπαναστατική Ευρώπη» να γίνει κατανοητή σε εσάς.

Έτσι λοιπόν, εμείς δεν καταφέραμε να συναντήσουμε εκείνους τους «δαίμονες της επανάστασης» για τους οποίους έγραψαν οι συγγραφείς της συλλογής «Σταθμοί». Ζούσαμε με τις επιπτώσεις εκείνων που μας έφεραν οι «δαίμονες». Τις επιπτώσεις μάλιστα όχι της ίδιας της επανάστασης (αν θεωρήσουμε ότι η επανάσταση έγινε τον Φεβρουάριο του 1917), αλλά το γεγονός ότι αποτέλεσμά της ήταν η εξουσία να βρεθεί στα χέρια μιας συγκεκριμένης δύναμης, η οποία πραγματοποίησε στη Ρωσία ένα ανελέητο πείραμα, δηλαδή τη διαπαιδαγώγηση ενός νέου ανθρώπου. Επισήμως, η ιδεολογία αυτή καλούνταν «μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία», αλλά το πραγματικό της περιεχόμενο θα μας πάρει πολύ χρόνο ακόμη μέχρι να το προσδιορίσουμε. Τι όμως απαιτούσε, συγκεκριμένα αυτή η ιδεολογία από τον άνθρωπο; Τι έπρεπε αυτός να απαρνηθεί και τι να αποκτήσει ώστε να γίνει εκείνος ο «νέος άνθρωπος, τον οποίο ήθελε να δημιουργήσει (και εν πολλοίς κατάφερε); Σε τι έγκειτο η αφοσίωση ή μη αφοσίωση κάθε ξεχωριστού πολίτη; Τίνος η ιδεολογία τον μετέτρεπε σε εχθρό;

Η μάσκα του πένθους στο Μαγκαντάν

Δεν διατυπώνονταν ρητώς όλα όσα είχε υπ’ όψιν του αυτό το δόγμα. Ο μαχητικός αθεϊσμός, ο υλισμός, η ταξική πάλη, η «απόλυτη αφοσίωση στην υπόθεση του κόμματος», ο προλεταριακός διεθνισμός, είναι πράγματα που δίδασκαν τους μαθητές από τις πρώτες κιόλας τάξεις. Και συνέχιζαν να τα διδάσκουν μέχρι που άνθρωποι έβγαιναν στη σύνταξη. Στο πανεπιστήμιο το ένα τρίτο του προγράμματος ήταν αφιερωμένο στα ιδεολογικά μαθήματα. Τώρα όμως, κάποιος αν ξεφυλλίσει αυτά τα θανάσιμα πληκτικά εγχειρίδια (όργανα διανοητικών βασανιστηρίων, στα οποία υποβαλλόταν όλοι όσοι γεννήθηκαν στην αχανή μας χώρα): Ιστορία του Κ.Κ.Σ.Ε., Διαλεκτικός Υλισμός, Ιστορικός Υλισμός, Επιστημονικός Αθεϊσμός, Μαρξιστική Αισθητική, Επιστημονικός Κομμουνισμός κ.λπ., είναι αμφίβολο αν θα μπορεί να κατανοήσει τι ήταν εκείνο που στην πραγματικότητα καθόριζε την πρακτική της καθημερινής ζωή και την «καθοδήγησή» της εκ μέρους του κόμματος. Πολύ περισσότερο που τα επόμενα χρόνια έδειξαν ότι όλα όσα αποτελούσαν το δόγμα» αυτή η «πρωτοπόρα διδασκαλία», η εξουσία τα απαρνήθηκε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Οι χθεσινοί πολεμιστές κατά του οπίου της θρησκείας σήμερα είναι ορθόδοξοι ακτιβιστές. Προφανώς, η ουσία κάθε άλλο παρά βρισκόταν σε αυτό το τυπικά διατυπωμένο δόγμα.

Κάποια σημαντικά πράγματα παρέμειναν αδήλωτα. Δεν είναι τόσο εύκολο να τα εντοπίσουμε και να τα ορίσουμε. Ο Αντριάνο Ντελ Άστα τα περιέγραψε διορατικά στο βιβλίο του «Αγώνας για την πραγματικότητα»[1].

Η σημερινή μου ομιλία μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια περιγραφής ενός μέρους εκείνης της πάνδημης «εξόντωσης της πραγματικότητας» την οποία συνέλαβε και εφάρμοσε η εξουσία. Επέλεξα αυτό το θέμα γιατί, κατά τη γνώμη μου, είναι ιδιαίτερα τραγικό και μέχρι στιγμής δεν το έχουμε αναστοχαστεί με επάρκεια. Έχω υπ’ όψιν μου την εξόντωση της μνήμης των νεκρών, την άρνηση στην ταφή τους και μάλιστα, την άρνηση του ίδιου του γεγονότος του θανάτου. Οι διαστάσεις και οι επιπτώσεις  αυτής της εκπληκτικής επιχείρησης είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν. Η πολιτική εξουσία διεκδικούσε την εξουσία επί του κόσμου στο σύνολό του, επί της ζωής και του θανάτου. Δεν της αρκούσε να εξοντώνει φυσικά τους ανεπιθύμητους, να διακόπτει βίαια την ύπαρξή τους. Ήθελε να πιστέψουν όλοι πως αυτοί οι δολοφονημένοι άνθρωποι δεν υπήρξαν ποτέ. Απαιτούσε την πλήρη εξαφάνισή τους. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι άνθρωποι υπάκουαν στην εντολή αυτή. Με ελάχιστες, σπανιότατες εξαιρέσεις, σαν να υπέγραφαν «συμφωνία εμπιστευτικότητας». Εκείνο που στη γλώσσα της αυτοκρατορικής Ρώμης αποκαλείτο damnatio memoriae (πράξη της εξουσίας), στη σοβιετική γλώσσα αποκαλείτο «συμφωνία εμπιστευτικότητας» (πράξη των υποταγμένων). Όλος ο πληθυσμός θαρρείς και είχε υπογράψει τέτοιες συμφωνίες, ώστε να μην δημοσιοποιεί το  γεγονός του θανάτου εκατομμυρίων που γνώριζαν όλοι, αλλά και το ίδιο το γεγονός πως όλοι αυτοί άνθρωποι έζησαν.

Μνημείο στου Ιταλούς δεσμώτες των Γκουλάγκ

Είναι ιδιαίτερα αξιοπερίεργο για τον ρωσικό πολιτισμό. Η σχέση με τους νεκρούς, αναμφίβολα, ήταν το επίκεντρο των λαϊκών δοξασιών∙ όλες αυτές οι δοξασίες έχουν διατηρηθεί στην κουλτούρα των χωρικών μέχρι τις μέρες μας. Στην παράδοση της Ορθοδοξίας η συγχώρηση των νεκρών, η εξόδιος ακολουθία και το μνημόσυνο έχουν μία ιδιαίτερη ομορφιά και βάθος. Ασχολήθηκα και με το πρώτο (τον λαϊκό θρήνο για τους νεκρούς) και με το δεύτερο (την ορθόδοξη «θεολογία του θανάτου»)[2].

Η αποσιώπηση του θανάτου εκατομμυρίων (κυρίως εκείνων των «εχθρών του λαού» που δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα και τις φυλακές[3], αλλά όχι μόνο: για διάφορες αιτίες αποκρύβονταν ο θάνατος των στρατιωτών στον πόλεμο και ο αριθμός των νεκρών στην πολιορκία (του Λένινγκρντ, Σ.τ.Μ) και σε διάφορες άλλες καταστροφές[4], damantio memoriae, απαγόρευση κάθε αναφοράς στους νεκρούς, απαγόρευση πληροφόρησης για την ημερομηνία θανάτου, τοποθεσίας ταφής, ώστε να μην μπορείς να κάνεις το ταφικό έθιμο της συγχώρησης… Η καταναγκαστική σιωπή για τους «νεκρούς σου», μέσα στην οποία οι άνθρωποι έζησαν για δεκαετίες ολόκληρες, επεκτάθηκε, εννοείται, και στην ίδια τη συζήτηση αυτής της πραγματικότητας.

Αυτή η πρακτική της damnatio memoriae δεν έχει εξαφανιστεί (παρ’ όλες τις αλλαγές των «ιδεολογικών» συντεταγμένων). Θα αναφέρω δύο πρόσφατα παραδείγματα. Το πρώτο είναι ο πόλεμος κατά της μνήμης του Μπορίς Νεμτσόφ, ο οποίος δολοφονήθηκε μπροστά στα τείχη του Κρεμλίνου. Εδώ και δύο χρόνια συνεχίζεται ο «πόλεμος με τα λουλούδια»: κάθε βράδυ ειδικές ομάδες εξαφανίζουν το μνημείο που αυθόρμητα εμφανίστηκε στην γέφυρα και κάθε πρωί διάφοροι άνθρωποι πηγαίνουν και αφήνουν μερικές φρέσκα λουλούδια.

Το δεύτερο παράδειγμα είναι οι Κουροπάτοι, ένα κενοτάφιο-μνημείο που υπάρχει στον τόπο μαζικών εκτελέσεων κοντά στο Μινσκ. Μόλις πριν από δύο ημέρες το μνημείο αυτό γλίτωσε, γιατί ήθελαν να πάρουν τον χώρο και να τον δώσουν αντιπαροχή για να χτίσουν πολυκατοικίες. Δεν είναι καθόλου δύσκολο να εντοπιστούν τα δύο βασικά μοτίβα των «εξολοθρευτών της μνήμης»: είναι η προσπάθεια της πλήρους και οριστικής, της «δεύτερης» εξόντωσης» των θυμάτων τους και, πέραν πάσης αμφιβολίας, η προσπάθεια να σβήσουν τα ίχνη του εγκλήματός τους. Είναι πολύ πιο δύσκολο να περιγραφεί τι συμβαίνει με τον άνθρωπο και τη χώρα που αποδέχτηκαν αυτή την διαταγή της τελετουργικής λήθης.

Το μνημείο των θυμάτων του Γκουλάγκ στο Νορίλσκ

Πρώτος και, πολύ πρόσφατα, το σημαντικό αυτό ζήτημα έθεσε ο Αλεξάντρ Έτκιντ στο βιβλίο του «Στρεβλό πένθος. Η μνήμη των άταφων» (ΙΛΟ, Μόσχα, 2016). Στο πρωτότυπο ο τίτλος είναι: «Warped Mourning. Stories of the Undead in the Land of Unbured». Στο βιβλίο γίνεται λόγος για την ταφή και το πένθος και όχι για τον θρήνο ως προσωπικό, ψυχικό βίωμα. «Η Ρωσία είναι μία χώρα όπου εκατομμύρια απέμειναν άταφοι και εκείνοι που υπέστησαν διώξεις επιστρέφουν σαν ζόμπι, δηλαδή ως μισοζώντανα πτώματα», γράφει ο Α. Έτκιντ (σ. 34). Ως εθνολόγος δεν μπορώ να μην διορθώσω αυτή τη φράση: δεν είναι «μισοζώντανα πτώματα» αλλά «κάποιοι που δεν πέθαναν μέχρι το τέλος», δεν ολοκλήρωσαν το δικό τους rite du passage, δηλαδή δεν έφυγαν από τον κόσμο των ζωντανών σε έναν «άλλο κόσμο». Αυτός ο «άλλος κόσμος» είναι κάτι που αντιμετωπίζεται διαφορετικά σε πολλές παραδόσεις, αλλά καθολικό είναι μόνο ένα γνώρισμά του και είναι το καθοριστικό όριο ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και του άλλου κόσμου, πράγμα που μόνο η ταφή και το πένθος βοηθούν τον νεκρό να διασχίσει. Στο βιβλίο του Α. Έτκιντ γίνεται λόγος για το «έργο του πένθους», για εκείνο το έργο, με το οποίο ο ανθρώπινος πολιτισμός αποδίδει στην κοινωνία των ζωντανών αναφορικά με τους νεκρούς. Είναι ο καθολικός ανθρώπινος πολιτισμός: το πρώτο που γνωρίζουμε για την ανθρώπινη κουλτούρα, για τον homo sapiens είναι οι καθιερωμένες τελετουργίες ταφής, αποχαιρετισμού των νεκρών, με τα θραύσματα του οποίου ασχολούνται οι αρχαιολόγοι. Η κοινωνία που έχει διαρρήξει τις σχέσεις της με τους νεκρούς της, που δεν τους έχει θάψει, που δεν τους έχει θρηνήσει, που δεν διασώσει τη μνήμη τους, δεν είναι πλέον ανθρώπινη κοινωνία. Οι νεκροί, στους οποίους δεν έχουν αποδοθεί οι ταφικές τιμές, όπως γνωρίζουμε από τα αρχαιότατα μνημεία, απομένουν ως «όχι οριστικά νεκροί», δεν «φεύγουν» από τον κόσμο των ζωντανών, μεταμορφώνονται σε τρομακτικά και εκδικητικά φαντάσματα[5]. Δεν αναφέρομαι σε αυτό, χωρίς να επαναλαμβάνω τον Α. Έτκιντ (η βασική του θέση είναι ψυχολογική και στη συνέχεια ιστορικοπολιτισμική), αλλά ως εθνολόγος που για πολλά έτη ασχολήθηκα με την παραδοσιακή κουλτούρα του θανάτου και της ταφής[6].

Έτσι, κάθε μνήμη για τους δολοφονημένους είχε απαγορευτεί κατηγορηματικά. Έσβηναν τα ονόματα από τα βιβλία, έκοβαν τα πρόσωπα από τις κοινές φωτογραφίες, δεν μιλούσαν γι’ αυτούς στα παιδιά τους. Η ρωμαϊκή ιδέα περί της damnatio memoriae υλοποιήθηκε σε απίστευτες διαστάσεις στην Ε.Σ.Σ.Δ. Το να μιλάς για τους νεκρούς, σήμαινε ότι ήσουν οικείος με αυτούς, δηλαδή αντιστεκόσουν την εξουσία. Όλοι θυμάστε τι σήμαινε αυτό. Οι μυημένοι γνώριζαν ότι λέγοντας την προσευχή «Ἔτι μνήσθητι, Κύριε, … τῶν ἐν θαλάσσῃ …. καί ἐν ξηρᾷ ταξιδευόντων…», έχουν υπ’ όψιν τους τους σκοτωμένους και τους φυλακισμένους. Στους κύκλους των αντιφρονούντων αυτή η προσευχή ήταν πρόποση στα κοινά τους τραπέζια. Υψώναμε το ποτήρι μας «Υπέρ τῶν ἐν θαλάσση καί ἐν ξηρᾷ ταξιδευόντων». Η Εκκλησία όμως δεν μπορούσε να κάνει ελεύθερα ένα μνημόσυνο γι’ αυτούς, ούτε καν για εκείνους που συνάντησαν τον θάνατο για την πίστη τους και σήμερα ανήκουν στην τάξη των νεομαρτύρων. Αυτό το χρέος, αυτό το έργο της μνήμης το ανέλαβαν οι ποιητές. Τα ποιήματα υποκαθιστούσαν την απουσία της εξόδιου ακολουθίας και του πολιτικής μνημοσύνης. «Η μούσα θρηνόμενη» της Άννας Αχμάτοβα.

Να τι σου δίνω, αντί για τριαντάφυλλα στο μνήμα

Αντί για την κάπνα του κεριού

(Στη μνήμη του Μ.Α. Μπουλγκάκοφ, 1940)

 

Έθαψα όλους τους άταφους,

Τους θρήνησα μαζί, εμένα ποιος θα με θρηνήσει;

(1958)

Ο Μπορίς Παστερνάκ:

 

Λυπημένη ψυχή μου,

Για όλους γύρω μου

Ο τάφος έγινες

Για τους βασανισμένους ζωντανούς

Κορμιά ταριχεύοντας

Ποιήματα αφιερώνοντας

Η λύρα κλαίγοντας

Θρηνεί γι’ αυτούς

Είναι η εποχή μας  χθαμαλή

Για τον τρόμο και τη συνείδηση

Του μνήματος ο λάκκος είσαι

Εκεί όπου αναπαύονται αυτοί.

Όλα μαζί τους τα δεινά

Σε ρίξανε κατάχαμα.

Μυρίζεις σκόνη που ’ναι βαριά

Από νεκρούς και φέρετρα.

Αχ νεκρική μου εσύ ψυχή,

Όσα εδώ πέρα είδες,

Σαν μύλος πήρες κι άλεσες,

Τα έκανες όλα σκόνη.

Συνέχισε το άλεσμα

Το παρελθόν μαζί κι εμένα

Σαράντα χρόνια τώρα

Στα μνήματα ρίχνε μαυρόχωμα[7]

Τα ποιήματα γράφτηκαν το 1956∙ δεν είναι δύσκολο να μετρήσουμε πως τα «σαράντα και πλέον χρόνια» αρχίζουν το 1917. Μα και το μυθιστόρημα «Δόκτωρ Ζιβάγκο», η πρώτη φράση του οποίου είναι από το «Αιωνία η μνήμη» της ορθόδοξης ψαλμωδίας (Περπατούσαν και περπατούσαν κι έψαλαν «Αιωνία η μνήμη»), αποσκοπούσε να είναι μία θυσία στη μνήμη όλων εκείνων οι οποίοι «βασανίστηκαν ζωντανοί» (θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως ένα από τα είδη της ρωμαϊκής θανατικής εκτέλεσης ήταν να θάβονται ζωντανοί οι καταδικασθέντες∙ ήταν ένα από τα είδη θανατικής εκτέλεσης, μεταξύ των άλλων, και των χριστιανών μαρτύρων).

Η συμφωνία στη σιωπή και τη λήθη των σκοτωμένων εξηγείται απολύτως από τον θανάσιμο τρόμο («στη χθαμαλή την εποχή»), δεν μπορούσε, παρόλα αυτά, να μην έχει καταστροφικές επιπτώσεις στη ζωή τόσο του μεμονωμένου ανθρώπου, όσο και στην κοινωνία. Ο Α. Έτκιντ ιχνηλατεί τη λειτουργία του «στρεβλού πένθους» (δηλαδή της έμμεσης, ημισυνειδητοποιημένης ή κρυφής μνήμης για τους νεκρούς και για την «χώρα του θανάτου», για τα Γκουλάγκ) σε πιο απίθανα μέρη: στις αναγνώσεις των κλασικών από τους σοβιετικούς σκηνοθέτες του θεάτρου και του κινηματογράφου, στις ανθρωπιστικές θεωρίες του Ντμίτρι Λιχατσόφ και του Μιχαήλ Μπαχτίν. Περιγράφει την πλήρωση του καλλιτεχνικού κόσμου με τον τρομακτικό και το αποτρόπαιο, την απουσία κάθε νοήματος στην πραγματικότητα, την εμφάνιση εκείνου του είδους τέχνης, το οποίο αποκάλεσε «φανταστικό ιστορισμό», όπου δρουν διάφοροι «μη άνθρωποι», μικροί οργισμένοι δαίμονες (οριακή  φιγούρα ήταν ο Α. Σινιάφσκι αλλά οριστικά προς την πλευρά των «μη ζώντων» πέρασε ο Γ. Μαμλέγιεφ με τους «Πλάνητές» του, τον οποίο σήμερα ακολουθούν πολλοί ποιητές και πεζογράφοι). Στην κλασική ρωσική λογοτεχνία τους προδρόμους αυτού του κόσμου μπορεί να συναντήσει κανείς σπανίως στα φανταστικά διηγήματα του Νικολάι Γκόγκολ και του Φιοντόρ Σολογκούμπ. Στη γλώσσα της ψυχολογίας, στην ύστερη σοβιετική και μετασοβιετική τέχνη βλέπουμε ένα ιδιόμορφο συμπόσιο ενός ανεπούλωτου, στραμμένου προς τα μέσα τραύματος. Σε μιαν άλλη γλώσσα, πρόκειται για μία πραγματική μείξη του κόσμου των ζωντανών (οι οποίοι μάλλον νιώθουν πως δεν είναι ζωντανοί, αλλά «μισοζώντανοι» ή «που δεν έχουν ακόμη πεθάνει») και τον «άκλαυτων», των «περιπλανώμενων» νεκρών. Η πραγματικότητα σε αυτή την τέχνη μετατρέπεται σε αντανάκλαση του Άδη, από τον οποίο δεν υπάρχει έξοδος. Αυτός ο νέος δαίμονας αντικατέστησε τους «Δαίμονες της ρωσικής επανάστασης»: δεν μπορούμε να τον αποκαλέσουμε όμως Μηδενισμό∙ είναι ο δαίμονας της συμφιλίωσης με τη φθορά, με την εκμηδένιση ως τη μοναδική και «φυσιολογική» πραγματικότητα. Με τη αποσύνθεση, γεμάτη μικρά και άσχημα φαντάσματα.

Ο Α. Έτκιντ αποδίδει αυτήν τη μεταμόρφωση του καλλιτεχνικού τοπίου στο «έργο του πένθους», ενώ τους συγγραφείς τέτοιων έργων τούς αποκαλεί «ήρωες της μνήμης». Σ’ αυτό το σημείο διαφωνώ μαζί του κατηγορηματικά. Αν το «έργο του πένθους» σε ένα άλλο, πραγματικό νόημα είναι «η υπόθεση της Αντιγόνης», τότε συμβαίνει κάτι το εντελώς διαφορετικό. Αυτή είναι η πραγματοποίηση της τελετής της μνήμης, στην κλήση ονομαστικά των νεκρών, στην απόδοση του χρέους της συμπόνια και της τιμής. Σε ξεκάθαρη διαφοροποίηση από το γεγονός.

Αυτό το «έργο της μνήμης» έκαναν οι ποιητές που ανέφερα. Αυτή το «έργο του πένθους» δημιούργησε εξαιρετικά βιβλία των «Αναμνήσεων» της Ναντιέζντα Μαντελστάμ, την καλύτερη επιτύμβια πλάκα της εποχής (τα οποία δεν είναι τυχαίο που προκάλεσαν τόση μεγάλη δυσαρέσκεια σε άλλους κατοίκους εκείνης της εποχής, η οποία δεν έκανε το δικό της «έργο μνήμης»).

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες το έργο αυτό το ανέλαβε το Ίδρυμα «Μεμοριάλ». Η πρόσφατη πρωτοβουλία «Τελευταία διεύθυνση» ήρθε να ενωθεί με την εκπλήρωση αυτού του χρέους, το οποίο είναι καθυστερημένο και αναγκαίο για μάς και για τη συγχώρεσή τους, είναι μία συνάντηση με τους ανθρώπους που δολοφονήθηκαν για το τίποτα.

Τελείως αναπάντεχη μορφή του «έργου του πένθους» βρήκε ο νεαρός φιλόσοφος από το Τομσκ Ντενίς Καραγκοντίν. Ασχολήθηκε με αρχειακές αναζητήσεις των συνθηκών της δολοφονίας του προπάππου του, ενός χωρικού που εκτελέστηκε μαζί με άλλους 63 χωρικούς και στη συνέχεια «αποκαταστάθηκε λόγω μη τεκμηρίωσης του εγκλήματος που του αποδιδόταν», με στόχο να καταθέσει αγωγή κατά όλων εκείνων που συμμετείχαν σε αυτήν τη δολοφονία με την ιεραρχική τους σειρά, από τον δήμιο-εκτελεστή μέχρι τον Στάλιν. Η πολιτική δολοφονία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μετατρέπεται σε ποινική και όλη η θολούρα της αμφιλεγόμενης «αποκατάστασης» των αθώα δολοφονημένων ανθρώπων εξαφανίζεται.

Η «Επιστροφή των ονομάτων» που καθιέρωσε το Ίδρυμα «Μεμοριάλ» μπροστά στον βράχο από τα νησιά Σολοφκί, είναι μία από τις κορυφαίες ημερομηνίες του έτους μας. Στην πλατεία Λιουμπιάνκα, οι άνθρωποι βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλον και διαβάζουν εκείνα τα δύο-τρία ονόματα των αθώων δολοφονημένων (εκτελεσθέντων στη Μόσχα), τα οποία τους έτυχαν και συμβαίνει κάτι που μοιάζει πολύ με αρχαία τραγωδία: ταυτόχρονα υπάρχει και το βαθύτατο πένθος και η πιο βαθιά κάθαρση. Έρχονται να διαβάσουν τα ονόματα και εκείνοι για τους οποίους αυτά τα θύματα υπάρχουν στην προσωπική, οικογενειακή μνήμη και εκείνοι, οι οποίοι δεν έχουν «δικούς» τους ανάμεσα στους νεκρούς. Έτσι δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ως προσωπική υπόθεση, ότι τάχα οι απόγονοι των εκτελεσθέντων, «ταπεινωμένοι» μνημονεύουν εδώ τους «δικούς» τους. Είναι μία πανεθνική υπόθεση. Είναι ένα κοινό πένθος. Τρεις φορές έτυχε να δω πως ένας άνθρωπος, αφού διάβασε τα ονόματα που του έτυχαν, αναπάντεχα (ακόμη και για το ίδιο), είπε ότι έρχεται από την «άλλη πλευρά», πως οι πρόγονοί του ήταν ανάμεσα σε εκείνους που δίωκαν και εκτελούσαν αυτούς τους ανθρώπους. Και αυτός (αυτή) ζητούσαν συγγνώμη γι’ αυτούς. Κάθε φορά ήταν μετάνοια τέτοιας ειλικρίνειας και δύναμης που μας συγκλόνιζε όλους.

Αυτή καθεαυτή η ανάγνωση των καταλόγων με τα ονόματα είναι γνωστή στους ανθρώπους της Εκκλησίας. Το κάνουμε σε κάθε μας Λειτουργία, γράφουμε και διαβάζουμε σημειώματα υπέρ της υγείας και της αναπαύσεως. Υπάρχει όμως μία τεράστια διαφορά: οι άνθρωποι τους οποίους μνημονεύουμε κατά τη Θεία Λειτουργία υπάρχουν στη μνήμη. Τα ονόματά τους δεν πρέπει να τα «επιστρέψουμε».

Στην πλατεία όμως συμβαίνει ακριβώς αυτό, δηλαδή η επιστροφή τους από την τελετουργική λήθη, η υπέρβαση του δευτέρου θανάτου, μία ιδιότυπη ιστορική ανάσταση. Βλέπετε, οι άνθρωποι που μνημονεύουμε στη Λιουμπιάνκα, δολοφονήθηκαν δύο φορές (πράγμα για το οποίο κάνω λόγο). Στον βαθμό που σχεδόν όλοι συμφώνησαν να παραδοθούν στη λήθη οι νεκροί, σε αυτή τη συμμετοχή στη μνημόνευσή τους υπάρχει η πράξη της μετάνοιας. Διαβάζοντας και ακούγοντας τα ονόματα των δολοφονημένων, προσπαθούμε να εξαγοράσουμε την κοινή μας ενοχή. Και βλέπουμε πως αυτό είναι δυνατό και πως είναι δυνατόν να το κάνουμε όλοι μαζί. Με αυτό, πιθανόν, να συνδέεται και η αίσθηση της κάθαρσης, την οποία δεν μπορείς να μπερδέψεις με οτιδήποτε άλλο.

Δεν είναι όλα τόσο μπερδεμένα και ανόητο, όπως το παρουσιάζουν τα «μετατραυματικά» έργα ποίησης, πεζογραφίας, μουσικής και δραματουργίας… Να, η διέξοδος στην απλότητα διάκρισης του Καλού και του Κακού. Η διέξοδος στην κατανόηση των δεινών και των ύβρεων που ήταν η ζωή, την οποία πρότειναν στους γονείς, τους παππούδες και τους προπαππούδες μας. Θυμάμαι ξανά τον Κάρλο Νιόκι, τον Ιταλό άγιο του 20ού αιώνα, μάρτυρα της ρωσικής ζωής κατά τη δεκαετία του 1940: «Ο λαός αυτός δεν κατάλαβε σχεδόν καθόλου το βαθύ του μαρτύριο, ένα μαρτύριο που μοιάζει με εκείνα της κόλασης. Γι’ αυτόν όλα είναι προς τον παρόν αντιθετικά και ρευστά». Από την κατάσταση των εκτελεσθέντων, η οποία μας αποκαλύπτει τις απίστευτες διαστάσεις της κρατικής τρομοκρατίας: «νερουλάς 56 ετών∙ καθηγητής Χημείας 40 ετών∙ βοηθός σε σχολικό εργαστήριο 20 ετών∙ τσαγκάρης 50 ετών∙ φοιτητής 19…» αρχίζουμε να βλέπουμε τον βυθό αυτής της κόλασης και την αναγκαιότητα κατηγορηματικής ρήξης με αυτή.

Η χθαμαλή ζωή και οι ανάπηρες «πολυπλοκότητες» εκείνου του κόσμου που απεικονίζουν οι φημισμένοι «Πλάνητες» του Γιούρι Μαμλέγιεφ ή το «Γαλάζιο λαρδί» του Βλαντίμιρ Σορόκιν, δεν έχουν, προφανώς, εδώ καμία θέση. Είναι αυθόρμητα καθιερωμένες τελετές – δεν είναι ούτε εκκλησιαστικές, ούτε ομολογιακές – οι οποίες έχουν τη δύναμη του εξορκισμού. Αυτό συνδέει τους συμμετέχοντας με κάποια ιδιαίτερη ενότητα. Κάθε άλλο παρά εκείνη η κάλπικη «ειρήνευση» είναι, στην οποία μας καλεί η επίσημη πλευρά. Ούτε και εκείνος ο κολασμένος κατακερματισμός, μαρτυρία του οποίου είναι η νεότερη τέχνη. Είναι η ενότητα, στην οποία υπάρχει η εμπιστοσύνη του ενός προς τον άλλον, ο αμοιβαίος σεβασμός, η μεταξύ τους ευγνωμοσύνη. Νιώθουμε ότι κάνουμε ένα έργο, και το έργο αυτό δεν είναι μόνο μία απόπειρα να θυμηθούμε και να επιστρέψουμε στην ιστορία, στον κόσμο των ανθρώπων όλους όσοι δολοφονήθηκαν και διαγράφτηκαν από την κοινή μνήμη. Όσοι έρχονται στην «Ανάγνωση των ονομάτων» συνδέονται με μια ιδιόμορφη κοινή πίστη, μία κοινή θέαση του κόσμου. Κι εμείς εδώ ετοιμαζόμαστε να ομολογήσουμε αυτή την πίστη.

Την πίστη αυτή μπορούμε περίπου να την ορίσουμε ως εξής: η οργανωμένη και ουδαμώς περιορισμένη βία επί του ανθρώπου είναι απαράδεκτη και δεν μπορεί επ’ ουδενί να δικαιολογηθεί∙ η σκληρότητα εν ονόματι οποιουδήποτε μάς είναι μισητή∙ κανείς δεν μπορεί να περιφρονεί την ανθρώπινη ζωή. Αυτή είναι η πραγματική, όχι επινοημένη, ούτε διατεταγμένη ενότητα των ανθρώπων. Και αυτή είναι η διέξοδος από το «στρεβλό πένθος» προς το πραγματικό πένθος, το πένθος που αποκαθαίρει την ψυχική θολότητα και κατακερματισμό και, πάει να πει, οδηγεί στο μέλλον.

 

[1] Αντριάνο Ντρλ Άστα, Στον αγώνα για την πραγματικότητα, μετ. από τα Ιταλικά, πρόλογος Όλγα Σεντακόβα «Το μυστήριο της πραγματικότητας, η πραγματικότητα του μυστηρίου», Κίεβο, Πνεύμα και Λογοτεχνία, Κίεβο 2012.

[2] Όλγα Σεντακόβα. Η ποιητική του εθίμου. Τα ταφικά έθιμα των ανατολικών και νότιων Σλάβων, Ιντρίκ, Μόσχα 2004∙  Όλγα Σεντακόβα, Αιωνία η μνήμη. Η λειτουργική θεολογία του θανάτου, στο Όλγα Σεντακόβα, Τέσσερις τόμοι, τόμος Δ΄, Ρωσικό Ίδρυμα αρωγής στην παιδεία και την επιστήμη, Μόσχα 2010, σσ.  656-677.

[3] Επισήμως η πρακτική ήταν η παραπληροφόρηση των συγγενών, δεν τους ανακοίνωναν την ημερομηνία και την αιτία θανάτου των φυλακισμένων. Η θανατική καταδίκη οριζόταν ως εξής: «Δέκα χρόνια φυλάκιση χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας» και οι συγγενείς εκλάμβαναν αυτά τα λόγια κυριολεκτικά. Γνωρίζω οικογένειες, οι οποίες προσεύχονταν για τους νεκρούς, νομίζοντας πως είναι ζωντανοί. Αργότερα, τα χρόνια της «αποκατάστασης» επί Χρουστσόφ, τους ανακοίνωναν μεταχρονολογημένα (ίσως και ψευδώς) την ημερομηνία θανάτου του πατέρα, του συζύγου, του γιου…

[4] Για να μειώσουν τον αριθμό των απωλειών, στον πόλεμο 1941-1945 προτιμούσαν τον όρο «αγνοούμενος». Κρυφά, σε ανώνυμους τάφους, έθαβαν τους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στο Αφγανιστάν. Το ίδιο κρυφά θάβουν σήμερα εκείνους που σκοτώνονται στο Ντονιέτσκ.

[5]  Η σλαβική παράδοση διαχωρισμού τους «προσωπικού» και του «μη προσωπικού» θανάτου, η σχέση με τους «μιαρούς», «αδικοσκοτωμένους», «πλάνητες» νεκρούς, οι οποίοι δεν θάφτηκαν σύμφωνα με το τυπικό, είναι ζωντανή στην παράδοση των χωρικών μέχρι σήμερα. Σε αυτή τη «δεύτερη εξόντωση» των εκτελεσθέντων θα πρέπει να προσθέσουμε τη σχεδιασμένη και επιδεικτική καταστροφή των νεκροταφείων, που έκανε η σοβιετική εξουσία.

[6] Η ποιητική του εθίμου. Τα ταφικά έθιμα των ανατολικών και νότιων Σλάβων.

[7] Συγκρίνετε αυτούς τους στίχους, με εκείνη την πρωτομορφή του Τιούτσεφ:

Ψυχή μου, των σκιών Ηλύσια πεδία,

Σκιών σιωπηλών, φωτεινών και ωραίων,

Χωρίς τις σκέψεις της καθημερινής ζωής,

Χωρίς χαρές και λύπες να σ’ αγγίζουν –

Βλέπουμε ιδιαίτερα καθαρά, το πραγματικό, το βάρος του μνήματος που έχει η μορφή αυτών των στίχων. Δεν είναι μία γενναία επικοινωνία με εκείνους που πήγαν στον άλλον κόσμο, αλλά το επίγειο, σχεδόν μηχανικό «έργο του πένθους», το άλεσμα του θανάτου.

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

Δημοσιεύτηκε στο #9 του περιοδικού Στέπα, στο μεγάλο αφιέρωμα στην λογοτεχνία των στρατοπέδων.

(Visited 3 times, 1 visits today)
Close