• Ποίηση
    • Χρυσός αιώνας
    • Αργυρός αιώνας
    • Φωνές
    • Φύλλα
    • Δοκιμές
  • Διήγημα
  • Δοκίμιο
  • Εικαστικά
    • Φωτογραφία
    • Ζωγραφική
  • Cinema
  • Θέατρο
  • Τετράδια ρωσικής σκέψης
    • Φιλοσοφία
    • Θεολογία
    • Αισθητική
    • Ιστορία
  • Blog
  • Εκδηλώσεις
  • Αντίδωρα
  • Media kit
  • Interviews
  • Βιβλιοστάσιο
  • Εκδόσεις s@mizdat
  • Επικοινωνία
 

Στέπα

Επιθεώρηση ρωσικού πολιτισμού
  • Ποίηση
    • Χρυσός αιώνας
    • Αργυρός αιώνας
    • Φωνές
    • Φύλλα
    • Δοκιμές
  • Διήγημα
  • Δοκίμιο
  • Εικαστικά
    • Φωτογραφία
    • Ζωγραφική
  • Cinema
  • Θέατρο
  • Τετράδια ρωσικής σκέψης
    • Φιλοσοφία
    • Θεολογία
    • Αισθητική
    • Ιστορία
  • Blog
  • Εκδηλώσεις
  • Αντίδωρα
  • Media kit
  • Interviews
  • Βιβλιοστάσιο
  • Εκδόσεις s@mizdat
  • Επικοινωνία

Στέπα

  • Ποίηση
    • Χρυσός αιώνας
    • Αργυρός αιώνας
    • Φωνές
    • Φύλλα
    • Δοκιμές
  • Διήγημα
  • Δοκίμιο
  • Εικαστικά
    • Φωτογραφία
    • Ζωγραφική
  • Cinema
  • Θέατρο
  • Τετράδια ρωσικής σκέψης
    • Φιλοσοφία
    • Θεολογία
    • Αισθητική
    • Ιστορία
  • Blog
  • Εκδηλώσεις
  • Αντίδωρα
  • Media kit
  • Interviews
  • Βιβλιοστάσιο
  • Εκδόσεις s@mizdat
  • Επικοινωνία

Σβετλάνα Αλεξιέβιτς Για μένα ο μάρτυρας είναι ο βασικός ήρωας της λογοτεχνίας

2.1K Views September 17, 2018 Be first to comment

 Συνέντευξη στον Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Όπως όλα τα βραβεία Νομπέλ που απονεμήθηκαν σε Ρώσους δημιουργούς, έτσι και αυτό που έλαβε η Σβετλάνα Αλεξάνδροβνα Αλεξιέβιτς, προκάλεσε θυελλώδη πάθη, αντιπαραθέσεις και διαφωνίες, όχι μόνο μεταξύ των κριτικών αλλά και μεταξύ των αναγνωστών.

Πολλοί ήταν εκείνοι που «θίχτηκαν», λέγοντας πως η μεγάλη αυτή συγγραφέας και γενναία γυναίκα «δεν γράφει λογοτεχνία», πως «τα κείμενα της κυμαίνονται ανάμεσα στη δημοσιογραφία και την ιστορική καταγραφή και τεκμηρίωση». Ορισμένοι άλλοι, προχώρησαν ακόμη παραπέρα, σημειώνοντας πως «πρόκειται για μια επιφανειακή και επιδερμική καταγραφή εμπειριών άλλων».

Όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν κατακάθεται ο κουρνιαχτός της επικαιρότητας και κοπάζει ο αχός της εποχής, αρχίζουν οι νηφάλιες και ψύχραιμες αποτιμήσεις του έργου, κάθε δημιουργού.

Η Σβετλάνα Αλεξάντροβνα Αλεξιέβιτς ανέλαβε το θλιβερό, δύσκολο κι επίπονο καθήκον να καταγράψει, με την επιμέλεια χρονικογράφου,- μια παράδοση με μακραίωνη ιστορία του πολιτισμού στον οποίο ανήκει, κατά δήλωσή της,- τα πάθη και τους καημούς των συγκαιρινών της. Ανέλαβε να δώσει φωνή στον μοναδικό αληθινό πρωταγωνιστή της παγκόσμιας ιστορίας της λογοτεχνίας, τον απλό άνθρωπο.

«Είμαι άνθρωπος αυτί» δηλώνει στις γραμμές που ακολουθούν, φανερώνοντας την βαθιά της ευαισθησία απέναντι στον άνθρωπο που βρίσκεται μέσα στην περιδίνηση της ιστορίας.

Γεννήθηκε η Σβετλάνα Αλεξιέβιτς στις 31 Μαΐου 1948 στην πόλη Στανισλάβ, της δυτικής Ουκρανίας, η οποία σήμερα ανήκει στην διοικητική περιφέρεια του Ιβάνο-Φρανκόφσκ. Ο πατέρας της ήταν Λευκορώσος και η μητέρα της Ουκρανή. Μετά την αποστράτευση του πατέρα της, η οικογένειά της μετακόμισε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Λευκορωσία, όπου και οι δυο γονείς της εργάστηκαν για πολλά χρόνια ως δάσκαλοι στα χωριά. Η γιαγιά της, από την πλευρά του πατέρα της, πέθανε από τύφο, πολεμώντας με τους πατριζάνους στα δάση της Λευκορωσίας, ενώ δύο από τα τρία της παιδιά κηρύχτηκαν αγνοούμενοι. Ο παππούς της, από την πλευρά της μητέρας της, σκοτώθηκε πολεμώντας στο μέτωπο.

Η Σβετλάνα Αλεξάντροβνα, τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές της σε ένα σχολείο της περιοχής του Γκομέλ. Εργάστηκε ως νηπιαγωγός, δάσκαλος ιστορίας και γερμανικής γλώσσας σε σχολεία της περιοχής Μοζίρσκ. Στη συνέχεια, πέρασε στη δημοσιογραφία και συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Πράβντα του Πρίπιατ» στην πόλη Ναρόβλ.

Το 1972 αποφοίτησε από τη Σχολή Δημοσιογραφίας του Κρατικού Πανεπιστημίου της Λευκορωσίας και άρχισε να εργάζεται στην εφημερίδα «Φάρος του Κομμουνισμού», μια τοπική εφημερίδα στην πόλη Μπεριόζα της περιοχής του Μπρέστ. Το 1973 – 1976 εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην «Αγροτική εφημερίδα», ενώ το διάστημα 1976 – 1984 ήταν υπεύθυνη του τμήματος επιφυλλίδων και δοκιμίων του περιοδικού «Νιόμαν». Το 1983 έγινε δεκτή στην Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων.

Η Σβετλάνα Αλεξάντροβνα Αλεξιέβιτς έχει ασχολείται με την καταγραφή των γεγονότων της ζωής των απλών ανθρώπων. Θα μπορούσε κανείς να πει πως λειτουργεί ως «φύλακας της μνήμης». Η ίδια θεωρεί πως «δάσκαλοί» της στη συγγραφική της δραστηριότητα είναι οι συγγραφείς Αλιόσα Ανταμόβιτς και Βασίλι Μπίκοφ. Τα βιβλία της περιέχουν πρωτογενές υλικό που στηρίζεται σε συνεντεύξεις απλών ανθρώπων, οι οποίοι βίωσαν συγκλονιστικά γεγονότα και επιβίωσαν. Συνήθως, η συγγραφή ενός βιβλίου της, διαρκεί από πέντε έσω επτά χρόνια.

Το πρώτο της βιβλία «Έφυγα από το χωριό» είναι μια συλλογή μονολόγων των κατοίκων ενός χωριού της Λευκορωσίας που πήραν το δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης για τις πόλεις της πατρίδας της. Το βιβλίο, ωστόσο, δεν πέρασε από τη βάσανο της σοβιετικής λογοκρισίας και παρόλο που είχε ήδη στοιχειοθετηθεί στο τυπογραφείο, με εντολή του τμήματος Προπαγάνδας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Λευκορωσίας απαγορεύτηκε με την αιτιολογία ότι ασκεί κριτική στη νομοθεσία περί ταυτοτήτων και «μη κατανόηση της αγροτικής πολιτική του κόμματος».

«Ο πόλεμος δεν έχει γυναικείο πρόσωπο» είναι το δεύτερο βιβλίο, τη συγγραφή του οποίου ολοκλήρωσε το 1983. Είναι ένα αφήγημα τεκμηρίωσης, βασισμένο σε συνεντεύξεις γυναικών που έλαβαν μέρος στις μάχες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Δημοσιεύτηκαν αρχικά ορισμένα κεφάλαια στο περιοδικό «Οκτώβρης» στις αρχές του 1984 και στη συνέχεια, τα υπόλοιπα στο περιοδικό «Νιέμαν». Με βάση το υλικό του βιβλίου, έγραψε το σενάριο για μια σειρά ντοκιμαντέρ, με σκηνοθέτη τον Βίκτωρ Ντασούκ.

Το επόμενο βιβλίο της «Οι τελευταίοι αυτόπτες μάρτυρες: ένα βιβλίο μη παιδικών διηγημάτων», περιέχει αναμνήσεις παιδιών, τα οποία τα κατά τη διάρκεια του πολέμου ήταν από έξι έως δώδεκα ετών. Στόχος της, όπως δηλώνει η ίδια, ήταν η καταγραφή μαρτυριών «για την αδυναμία εξάλειψης από τη μνήμη του τραύματος του πολέμου».

«Οι μολυβένιοι στρατιώτες» είδε το φως της δημοσιότητας το 1989 και αφορά στην τραγική και τραυματική εμπειρία της σοβιετικής κοινωνίας από τον πόλεμο του Αφγανιστάν. Το βιβλίο περιέχει συνεντεύξεις που πήρε η συγγραφέας από μητέρες στρατιωτών που σκοτώθηκαν στο πόλεμο, αλλά και με στρατιώτες που επέστρεψαν από αυτόν.

Το 1993 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Σαγηνευμένοι από το θάνατο» και είναι αφιερωμένο στους αυτόχειρες της εποχής των ξαφνικών και δύσκολων κοινωνικών αλλαγών που ακολούθησαν τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1997 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Προσευχή για το Τσέρνομπιλ», βασισμένο στις συζητήσεις που είχε με αυτόπτες μάρτυρες του πυρηνικού ατυχήματος. Ο υπότιτλος του βιβλίου «Χρονικό του μέλλοντος» υποδηλώνει την ταυτόχρονη εκδήλωση δύο ειδών καταστροφής: την τεχνολογική αλλά και την κοινωνική»

Το 2013 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Ζωή από δεύτερο χέρι» αφιερωμένο στο φαινόμενο του «Homo Sovieticus» και το τραύμα που άφησε στις ψυχές των ανθρώπων η κατάρρευση της ΕΣΣΔ.

Πολλοί κριτικοί έχουν ήδη επισημάνει πως τα βιβλία της Σβετλάνα Αλεξιέβιτς αποτελούν ένα «χρονικό της Μεγάλης Ουτοπίας» ή την «ιστορία του κόκκινου ανθρώπου». Η ίδια θεωρεί πως ο κύκλος αυτός δεν έκλεισε και συνεχίζει τις έρευνες, τις καταγραφές και τη συγγραφή.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε να δουλεύει το βιβλίο με τίτλο «Η θαυμαστή άλκη του αιώνιου κυνηγιού» το οποίο περιλαμβάνει διηγήματα για τον έρωτα. Μέχρι σήμερα δεν το έχει ολοκληρώσει.

Παράλληλα με τη συγγραφική της δραστηριότητα, η Σβελτάνα Αλεξιέβιτς, έχει γράψει σενάρια για πολλά ντοκιμαντέρ.

Τα βιβλία της έχουνε μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά. Αξίζει να σημειωθεί πως το βιβλίο «Προσευχή για το Τσέρνομπιλ» έχει πουλήσει περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο.

Το 2001 έλαβε το βραβείο Ρέμαρκ, το 2006 το Εθνικό Βραβείο Κριτικών στις ΗΠΑ, το βραβείο αναγνωστών «Μεγάλο Βιβλίο» στη Ρωσία το 2014 και πολλά άλλα.

Το 2013 ήταν υποψήφια για το βραβείο Νομπέλ, ωστόσο εκείνη τη χρονιά η Σουηδική Ακαδημία το απένειμε στην Καναδή συγγραφέα Έλις Μανρό. Δύο χρόνια αργότερα όμως, τιμήθηκε με την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση «για το πολυφωνικό δημιουργικό της έργο, το οποίο είναι μνημείο για τα πάθη και της ανδρεία της εποχής μας». Είναι η πρώτη συγγραφέας της Λευκορωσίας που τιμήθηκε με αυτό το βραβείο. Θα ήταν παράλειψη να μη σημειώσουμε πως η Σβετλάνα Αλεξιέβιτς πρώτη, τα τελευταία πενήντα χρόνια, βραβεύτηκε για τη δουλειά της στο είδος της λογοτεχνίας τεκμηρίωσης.

Η ίδια, την αυγή του νέου 21ου αιώνα μετακόμισε αρχικά στην Ιταλία, μετά στη Γαλλία και τελικά στη Γερμανία, αλλά το 2013 επέστρεψε στην πατρίδα της Λευκορωσία, όπου και ζει μέχρι σήμερα.

* Η συνέντευξη αυτή πραγματοποιήθηκε με την πολύτιμη βοήθεια της λογοτεχνικής εκπροσώπου της Σβελτάνα Αλεξιέβιτς, κυρίας Γκαλίνας Dursthoff, πράγμα για το οποίο την ευχαριστώ από καρδιάς.

 

 

Γεννηθήκατε στην Ουκρανία, κατάγεστε από τη Λευκορωσία και γράφετε στα Ρωσικά. Ποια είστε ως προς την εθνικότητα, τη ψυχοσύνθεση και σε ποιον πολιτισμό θεωρείτε πως ανήκετε;

Αναμφίβολα είμαι ένας άνθρωπος που ανήκει στον ρωσικό πολιτισμό. Όλοι μας προερχόμαστε από μία χώρα, τη Σοβιετική Ένωση. Φυσικά, έζησα 12 χρόνια στη Δύση, εξόριστη, αλλά παρόλο αυτά προέρχομαι από εκείνη τη κοινή ζωή μας. Ο πολιτισμός μας, πολιτισμός δακρύων, όπως τον αποκαλούν, στέλνει στον κόσμο κάποια άλλα μηνύματα, που αφορούν στην αντοχή του ανθρώπου και στις αξίες ζωής. Ο Ρώσος χρειάζεται πάντα μια υπερ-ιδέα, είναι όμηρος της υπερ-ιδέας.  Η ερμηνεία του νοήματος της ζωής μόνο με την ανάγκη απόκτησης ενός άνετου σπιτιού, ενός καλού αυτοκινήτου, σημαίνει ότι την εξομοιώνουμε με τη βιολογική ύπαρξη. Είναι αδιέξοδο. Όταν στη Γαλλία μιλάω με έναν καλό μου φίλο επί δύο ώρες για το πού μπορούμε να αγοράσουμε γλυκά, εγώ αστραπιαία αρχίζω να νοσταλγώ το Μινσκ και την Μόσχα. Την ίδια στιγμή όμως θυμάμαι πως έφτασα κάποτε στο Τσέρνομπιλ, για να επισκεφτώ τους εργαζόμενους που δούλευαν εκεί, δύο χρόνια μετά το ατύχημα. Το απόγευμα επέστρεφαν από τη ζώνη των εργασιών, στο τραπέζι έκανε την εμφάνισή του ένα δοχείο χωρητικότητας τριών λίτρων αυτοσχέδιας βότκας και κάναμε συγκλονιστικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Ανάμεσα τους ήταν επιστήμονες (διδάκτορες με φτυάρια – αυτούς χρησιμοποιούσαν στο Τσέρνομπιλ) και οι συζητήσεις αφορούσαν τον Τσιοκλόφσκι, τον Γκορμπατσόφ, τον κομμουνισμό και τον χριστιανισμό… Κάποια στιγμή μπήκε μια γυναίκα, έφερε μια ομελέτα, τα μανίκια της της ρόμπας της ήταν τρύπια κι εγώ είδα ότι τα χέρια της είχαν τρομακτικές φουσκάλες. «Ναι, – μου είπε, – εμείς πλένουμε τα εσώρουχά τους» – «Πώς; Με τα χέρια;» – «Ναι. Μας έδωσαν ένα πλυντήριο μα χάλασε…». Δυσανασχέτησα, σκέφτηκα πως είναι μελλοθάνατοι! Τα παλικαράκια αυτά όμως αδιαφόρησαν λέγοντας πως όλοι μας, μελλοθάνατοι είμαστε. Συνέχισαν να φιλοσοφούν. Ο άνθρωπος της Δύσης μπορεί να είναι πολύ πρακτικός, μα δεν πρόκειται ποτέ να πλύνει με τα χέρια ραδιενεργά εσώρουχα. Ο Ρώσος ή ο Λευκορώσος θα ανέλθει σε μεγάλη ύψη στοχασμού, ο ίδιος όμως θα γονατίσει για να κλείσει κάποια τρύπα στο κάλυμμα του αντιδραστήρα και δεν θα σκεφτεί καν τον πλησίον. Πάει να πει πως η ίδια μας η ψυχοσύνθεση είναι ευάλωτη. Ιδιαίτερα σήμερα, όταν έχουν εμφανιστεί νέοι φόβοι, το κακό κάτω από νέα προσωπεία. Δεν μπορούμε πλέον ως ήρωες του Τσέχοφ να πούμε: μετά από 100 χρόνια, ο άνθρωπος θα είναι θαυμάσιος. Η σταθερότητα του μέλλοντος τίθεται εν αμφιβόλλω.

 

Ξεκινήσατε ως δημοσιογράφος και για πολλά χρόνια εργαστήκατε σε διάφορες εφημερίδες. Πώς προέκυψε το πρώτο σας βιβλίο;

Γεννήθηκα αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι γονείς μου ήταν δάσκαλοι στο χωριό, σε μια εποχή που στα χωριά της Λευκορωσίας δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου άντρες. Κάθε τέταρτος άντρας της Λευκορωσίας σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Εγώ όμως άκουγα διαρκώς αφηγήσεις των γυναικών για τον πόλεμο. Με συγκλόνιζαν αυτές οι αφηγήσεις, ήταν πολύ πιο δυνατά τα συναισθήματα που μου προκαλούσαν ακόμη και από εκείνα που οφείλονταν σε βιβλία… το σπίτι μας ήταν γεμάτο βιβλία. Κάποια στιγμή μάλιστα ένιωσα μια αποστροφή για τα βιβλία. Κι αυτό γιατί οι γριές αλλά και οι νεαρές γυναίκες που έμειναν δίχως άντρες, μιλούσαν τόσο συγκινητικά και τόσο αυθεντικά, έλεγαν πράγματα που δεν τα είχε επεξεργαστεί η φαντασία κάποιου, δεν είχε ανακατευτεί η δουλειά κάποιου άλλου. Όταν άρχισα να φοιτώ στη σχολή Δημοσιογραφίας κι άρχισα να ταξιδεύω σε όλη τη χώρα, πάντα θυμόμουν αυτές τις αφηγήσεις, πάντα θυμόμουν το ύφος και τον τόνο αυτών των συζητήσεων. Σκέφτηκε τότε ότι η λογοτεχνία θα πρέπει να ακολουθεί το χρόνο. Στη λογοτεχνία μας υπάρχει η προφορική παράδοση των αφηγήσεων, πράγμα που προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Άρχισα με τις γυναικείες αφηγήσεις για τον πόλεμο «Ο πόλεμος δεν έχει γυναικείο πρόσωπο». Κι αυτό γιατί ο πόλεμος και μνήμη για τον πόλεμο είναι το βασικό περιεχόμενο της ζωής μας.

Σήμερα για μένα ο μάρτυρας είναι ο βασικός ήρωας της λογοτεχνίας. Μου λένε: μα οι  αναμνήσεις δεν είναι ούτε ιστορία, ούτε λογοτεχνία. Είναι απλά η ζωή, λερωμένη, χωρίς να την έχει αποκαθάρει το χέρι του καλλιτέχνη. Η πρώτη ύλη της λαλιάς. Για μένα όμως όλα αυτά είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Στη ζωντανή ανθρώπινη φωνή, συγκεκριμένα, στη ζωντανή αντανάκλαση της πραγματικότητα, βρίσκεται κρυμμένη της περιήγησης μας εδώ, στον κόσμο, είναι απογυμνωμένη η αναπόφευκτη τραγικότητα της ζωής. Το χάος και το πάθος της. Η μοναδικότητα και το ακατανόητό της. Ο θρήνος και η κραυγή δεν μπορούν να είναι αντικείμενα επεξεργασίας, διαφορετικά δεν θα είναι ούτε θρήνος, ούτε κραυγή, αλλά κάτι επεξεργασμένο.

 Πώς συνδυάζεται τη δουλειά του δημοσιογράφου και του συγγραφέα;

Ο Φλωμπέρ έλεγε, αναφερόμενος στον εαυτό του: «Είμαι ένας άνθρωπος – πένα». Εγώ λέω για μένα: «Είμαι ένας άνθρωπος – αυτί». Επί μακρόν αναζητούσα το λογοτεχνικό είδος που μου ταιριάζει, εκείνο το είδος που θα ανταποκρινόταν στον τρόπο με τον οποίο βλέπω τον κόσμο. Εκείνο το είδος που θα αντιστοιχούσε στο μάτι μου και στο αυτί μου… Έτσι, επέλεξα το λογοτεχνικό είδος των ανθρώπινων φωνών… Αυτά που γράφω στα βιβλία μου τα βλέπω και τα ακούω στους δρόμους. Στα βιβλία μου πραγματικοί άνθρωποι μιλούν για τα σημαντικά γεγονότα της εποχής τους, τον πόλεμο, τη διάλυση της σοσιαλιστικής αυτοκρατορίας, το Τσέρνομπιλ και όλοι μαζί καταγράφουν την ιστορία της χώρας, την κοινή μας ιστορία. Την παλιότερη και τη νεότερη. Ο καθένας από αυτούς είναι η ιστορία της δικής του μικρής, ανθρώπινης μοίρας.

Από την μια πλευρά, ήθελα πάντα, οι φωνές στα βιβλία μου να ηχούν σαν χορωδίες, ενώ από την άλλη πλευρά, θέλω πάντα να ακούγεται η μοναχική ανθρώπινη ζωή. Νομίζω πως σήμερα ο άνθρωπος θέλει να ακούσει έναν άλλο άνθρωπο, αλλά δεν είναι η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος, όπου όλα έχουν μετατραπεί σε κάτι μονολιθικό. Πάντα είχε για μένα μεγάλο ενδιαφέρον ο χώρος της μοναχικής ανθρώπινης ψυχής, εκεί είναι που συμβαίνουν όλα. Την μεγάλη ιστορία την βλέπω μέσα από μικρές ιστορίες, τότε απομένει όχι ο αχός της εποχής, αλλά εκείνο που μπορούμε να κατανοήσουμε, εκείνο που μας ενδιαφέρει και με την πάροδο των ετών. Μας ενδιαφέρει η ανθρώπινη ζωή, γι’ αυτό κι εγώ προσπαθώ να τα χωρέσω όλα στις διαστάσεις του ανθρώπου.

Μπορεί ο συγγραφέας με λέξεις και γράμματα να περιγράψει ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου;

Γεννήθηκα το 1948. Την ιπτάμενη μοίρα του πατέρα μου, μετά τον πόλεμο την εγκατέστησαν στο Ιβάνο-Φρανκόφσκ, στη Δυτική Ουκρανία. Τα καταστήματα ήταν άδεια, δεν υπήρχε τίποτα. Ο ντόπιος πληθυσμός δεν πουλούσε τίποτα στους Ρώσους… στου σοβιετικούς… στους μοσχοβίτες.

Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του Σοβιετικού στρατού. Πάει να πει πως ήταν εχθρός τους. Μαζί με τη σύζυγο και το μωρό παιδί του.

Αρρώστησα. Ήμουν ετοιμοθάνατη. Τότε ο πατέρα μου παρακάλεσε φίλους του αξιωματικούς να τον βοηθήσουν να πηδήξει την μάντρα ενός μοναστηριού.

Ήταν ένα γυναικείο μοναστήρι. Ο πατέρας μου πήγε στην ηγουμένη, παρόλο που οι μοναχές δεν του το επέτρεπαν και είπε: εντάξει, με θεωρείτε εχθρό σας. Λέτε όμως πως είστε άνθρωποι του Θεού… Πεθαίνει το παιδί μου. Κάντε κάτι.

Η ηγουμένη, έμεινε για λίγο σιωπηλή και είπε: «Να μην σε ξαναδώ εδώ. Ας έρχεται η σύζυγός σου. Θα παίρνει κάθε μέρα μισό λίτρο πρόβειο γάλα».

Αυτό το μισό λίτρο γάλα με έσωσε. Γιατί το λέω αυτό; Παντού, παντού, μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος! Αυτό το «παντού» όμως, κάθε άλλο παρά απλό είναι.

Καταλαβαίνετε; Από όλα όσα συνέβησαν σε εμάς και σε όλους μπορείς να εξορύξεις είτε το μίσος είτε την αγάπη. Είμαι με τη μεριά εκείνων που θέλουν να βρουν την αγάπη. Γιατί το μίσος δεν μας σώζει. Δεν έχουμε τίποτα άλλο εκτός από τις λέξεις. Μετά τον άνθρωπο, μετά από εμάς, το μόνο που θα απομείνει είναι μόνο οι λέξεις.

 

Σε ποια λογοτεχνική παράδοση θεωρείτε πως ανήκετε; Ποιον θεωρείτε «δάσκαλό» σας;

Μπορώ να σας αναφέρω τους αγαπημένους μου Ρώσους ποιητές, τον Ντοστογιέφσκι, τον Χέρτσεν, τον Τσέχοφ. Από τους Λευκορώσους, θεωρώ πως ο Ανταμόβιτς είναι ο δάσκαλός μου. Ιδιαίτερα το πρώτο βιβλίο του Ανταμόβιτς, το οποίο έγραψε από κοινού με δύο άλλους Λευκορώσους συγγραφείς, τον Μπριλ και τον Κολέσνικ, «Είμαι από ένα φλεγόμενο χωριό». Αμέσως κατάλαβα πως έτσι ακούω τον κόσμο, έτσι είναι φτιαγμένο το αυτί μου, έτσι είναι φτιαγμένο το μάτι μου. Όταν αποφοίτησα από τη Σχολή Δημοσιογραφίας, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έψαχνα μέσα μου, δοκίμασα διάφορα είδη, ασχολήθηκα μόνο με τη δημοσιογραφία. Τα κατάφερα σε όλα, ακόμη και στη διδασκαλία, γιατί είμαι κατάγομαι από μια οικογένεια, η οποία έχει δασκάλους εδώ και τέσσερις γενιές. Για ένα διάστημα, μάλιστα, πήγαινα στο σχολείο ενός χωριού και δίδασκα. Στη συνέχεια όμως κατάλαβα πως ο δρόμος μου είναι η λογοτεχνία. Όταν διάβασα το βιβλίο του Ανταμόβιτς κατάλαβα: όλα όσα έχω μέσα μου, είναι ότι χρειάζεται για αυτό το λογοτεχνικό είδος. Για να το υπηρετήσεις σωστά θα πρέπει να είσαι λίγος ιερέας, λίγο ψυχίατρος, κοινωνιολόγος, συγγραφέας κι αν θέλετε ίσως και λίγο ηθοποιός, σίγουρα όμως και δημοσιογράφος, φυσικά.

 

Έχουμε τα παραδείγματα του Μπούνιν, της Τσβετάγιεβα και του Μπρόντσκι. Μπορεί ο συγγραφέας να δημιουργήσει έξω από το περιβάλλον της μητρικής του γλώσσας;

Οι συγγραφείς που αναφέρετε απομακρύνθηκαν από τη ρωσική ζωή λόγω της επανάστασης. Δεν είχαν άλλη διέξοδο. Έζησα 12 χρόνια εξόριστη σε διάφορες χώρες, στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ελβετία, την Γερμανία, μα επέστρεψα στο Μινσκ. Γιατί, μπορεί να ακούγεται παλιομοδίτικο, θέλω όμως να ζήσω στη χώρα μου, ανάμεσα στους δικούς μου ανθρώπους. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να ζω εκεί που μιλιέται η γλώσσα μου. Στη χώρα μου όλα αλλάζουν, από απόσταση είναι πολύ δύσκολο να γράψεις γι’ αυτό. Είχα μεγάλη νοσταλγία. Όσο έλειπα, πέθαναν οι γονείς μου, η εγγονή μου μεγάλωσε χωρίς εμένα. Δεν ήθελα ποτέ να μείνω για πάντα στη Δύση. Η δουλειά μου μού επιβάλλει να ζω στο σπίτι του. Η επιστροφή στη Λευκορωσία ήταν μια απόφαση καμικάζι, γιατί στην πατρίδα μου είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Μόνο η νεολαία εξεγείρεται. Είναι δύσκολο να πιάσεις κουβέντα με τους ανθρώπους, όλοι φοβούνται. Η αντιπολίτευση είναι πολύ αδύναμη. Εδώ όμως είμαι άνθρωπος παλαιών αρχών και θέλω να ζω στο σπίτι μου. Ο συγγραφέας είναι πολύ δεμένος με το σπίτι του, όπως λένε, με την προσωπική του γεωγραφία. Γιατί επέστρεψε ο Σολζενίτσιν, ο Βοϊνόβιτς, ο Ροστροπόβιτς; Εκείνος ο κόσμος είναι διαφορετικός, παρόλο που είναι καλά οργανωμένος. Είναι όμως άλλος. Θέλω τόσο πολύ να ζήσω σπίτι μου, να πιστέψω ότι κι εδώ κάποτε θα έχουμε Ζωή.

 

Είναι το βιβλίο ένα μέσο επικοινωνίας μεταξύ των πολιτισμών, των κοινωνιών και των ανθρώπων σήμερα, όταν η αμοιβαία καχυποψία κυριαρχεί στα μυαλά των κυβερνήσεων και των ανθρώπων;

Μίλησα πολύ με ανθρώπους, οι οποίοι φυλακίστηκαν στα σταλινικά στρατόπεδα, πολέμησαν στον πόλεμο. Όλοι μου έλεγαν πως σε ακραίες περιπτώσεις  ο άνθρωπος πολύ γρήγορα χάνει την κουλτούρα του και εμφανίζεται το τέρας. Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε στη δύναμη των λόγων. Εγώ όμως πιστεύω. Δεν συλλέγω φρικιαστικά περιστατικά. Συλλέγω το ανθρώπινο πνεύμα. Τη γνώση για το πως ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος ακόμη και στην κόλαση. Συλλέγω τον άνθρωπο.

Το ερώτημα απευθύνετε σε εσάς ως συγγραφέα. Πόσο συχνά, αναγκάζεται ο δημιουργός να «αποκηρύξει» τα προηγούμενα έργα του; Ποια είναι τα κίνητρα για να κάνει κάτι τέτοιο;

Τα βιβλία μου είχαν πολύ δύσκολη πορεία κατά τη σοβιετική εποχή. Το βιβλίο μάλιστα για το Αφγανιστάν ήταν αντικείμενο δικαστικής υπόθεσης. Όταν παρουσιάστηκα στο δικαστήριο και είδα στην αίθουσα τη Νατάσα Μ., ταράχτηκα και την πλησίασα: «Νατάσα, την ρώτησα, τι κάνετε εδώ; Εσείς ζητήσατε να γράψω όλη την αλήθεια κι εγώ το έκανα». Θυμάμαι το μικρό φέρετρο του γιου της, το οποίο μόλις που χωρούσε στο μικρό δωμάτιο των εννέα τετραγωνικών μέτρων του στρατώνα. Εκείνη καθόταν δίπλα του και πότε ήταν ήρεμη μέσα στην παραφροσύνη της, πότε ούρλιαζε δυνατά: «Το φέρετρο είναι τόσο μικρό, εσύ όμως ήσουν μεγαλόσωμος, σχεδόν δυο μέτρα, εσύ είσαι εκεί γιόκα μου, απάντησε στη μανούλα σου». Εκείνη μου είχε πει πως στο σπίτι δεν είχε τιμαλφή για να εξαγοράσει το γιο της, ώστε να μην πάει στον πόλεμο. «Θα τα έδινα όλα, όπως έκαναν άλλοι, δεν είχα καν χρυσά σκουλαρίκια. Γράψε, – μου έλεγε,- πως ο γιος μου ήταν ξυλουργός. Τον κάλεσαν στον στρατό και από την αρχή, αντί να πηγαίνει στις ασκήσεις, επισκεύαζε τις ντάτσες των στρατηγών. Δεν του έμαθαν καν να πυροβολείς. Σκοτώθηκε τον πρώτο κιόλας μήνα». – «Λοιπόν Νατάσα, τι κάνεις εδώ;» είπα, μη μπορώντας να το πιστέψω.. – «Εγώ ήθελα ο γιος μου να είναι ήρωας κι εσύ έγραψες πως είναι φονιάς. Έγραψες πως οι δικοί μας σκότωναν…» Τι θα μπορούσα να της απαντήσω, όταν ο πόνος δεν την καθιστούσε ελεύθερη. Δεν ήμασταν απλά σκλάβοι, μα νοσταλγοί της σκλαβιάς. Θυμάμαι πως στο βιβλίο «Ο πόλεμος δεν έχει γυναικείο πρόσωπο» τον λογοκριτή θα θυμώνει πολύ για το περιστατικό… Μπροστά πηγαίνει ένα τάγμα γυναικών πολεμιστών, ακολουθούν οι άντρες, οι οποίοι προσπαθούν να μην κοιτάζουν την άμμο κάτω από τα πόδια τους, γιατί μετά τις γυναίκες έμεναν ίχνη αίματος. Οι γυναίκες έχουν κάποιες ιδιαίτερες ημέρες, χρειάζονται βαμβάκι ή κάτι άλλο σχετικό, μα στο σοβιετικό στρατό δεν τους έδιναν τίποτα. Οι γυναίκες ντρέπονταν. Όταν έφταναν στο πέρασμα των ποταμών, άρχιζαν να τους βομβαρδίζουν. Οι άντρες καλύπτονταν, μα οι γυναίκες έμπαιναν στο νερό για να πλυθούν, ήταν ένας τέλειος στόχος! Τις περισσότερες τις σκότωναν από αέρος. «Τι θέλατε κι ανακατέψαμε τη βιολογία. Πρέπει να καταγράφετε τις ηρωικές πράξεις» ούρλιαζε ο λογοκριτής. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος αποτελείται, μεταξύ άλλων, και από βιολογικά στοιχεία. Το σώμα με ενδιαφέρει ως σύνδεσμος ανάμεσα στη φύση και την ιστορία. Τα ιδανικά δεν μπορούν να είναι γύψινα, σαν τα αγάλματα. Παρόλα αυτά, λογόκριναν αυτή τη σελίδα στην πρώτη έκδοση του βιβλίο. Μπόρεσα να τη δημοσιεύσω μόνο μετά από 10 χρόνια. Τα χρόνια της περεστρόικα. Ο λογοκριτής μάλιστα αφαίρεσε μια παράγραφο στην οποία ρωτούσα μια γυναίκα που υπηρέτησε ως ελεύθερος σκοπευτής: «Τι πήρατε μαζί σας πηγαίνοντας στον πόλεμο;» Απάντηση: «Μια βαλίτσα γλυκίσματα. Με τον τελευταίο μου μισθό αγόρασα γλυκίσματα από σοκολάτα». Γελάσαμε. «Μα είναι αυτή μια ιστορία; Αυτά τα γλυκίσματα» – είπε ταραγμένος ο λογοκριτής. «Είναι η ιστορία, – απάντησα. – Μετά από δεκάδες χρόνια, το μικρό και το ανθρώπινο, θα συγκλονίζει τους ανθρώπους πιο πολύ απ’ ό,τιδήποτε άλλο».

 

Τα βιβλία σας είχαν απαγορευτεί στην ΕΣΣΔ και, στη συνέχεια στη Λευκορωσία. Κάπου στην «Τέταρτη πρόζα» ο Μαντελστάμ λέει «Διαιρώ όλα τα ποιήματα σε επιτρεπόμενα και σε εκείνα που γράφτηκαν χωρίς άδεια/ Τα πρώτα είναι βρωμιά, τα δεύτερα, κλεμμένος αέρας». Πώς αντιμετωπίζετε αυτή την άποψη;

Θα πρέπει, έντιμα, να σας πω πως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πίστευα στη σοσιαλιστική ιδέα. Δεν θα ήταν αλήθεια αν σας έλεγα πως ήμουν πάντα ελεύθερη. Ελεύθερη επέστρεψα από το Αφγανιστάν. Με έσωσε το γεγονός ότι εμπιστευόμουν τη ζωή, εμπιστευόμουν αυτό που μου έλεγαν οι άνθρωποι. Η πίστη στη ζωή και στους ανθρώπους, είναι εκείνο πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η κοσμοθεωρία μου, σαγηνευμένη από την σοσιαλιστική ιδέα δεν έλεγα ψέματα, κοιτούσα στον κόσμο με ανοιχτά μάτια.

 

Πώς αντιμετωπίζετε την πικρή και τραγική εμπειρία του 20ου αιώνα; Αυτός είναι που μας κληροδότησε το Άουσβιτς και τα Γκουλάγκ.

Μετά τα Γκουλάγκ, το Άουσβιτς και το Ολοκαύτωμα, ο άνθρωπος έμαθε για τον εαυτό του πράγματα που καλύτερα θα ήταν να μην το μάθαινε. Μετά από τη γνώση αυτή ο άνθρωπος έγινε διαφορετικός. Ο Αντόρνο έθεσε το ερώτημα: μπορούμε να γράφουμε ποίηση μετά το Άουσβιτς; Για να παραμείνεις άνθρωπος πρέπει να γράφεις ποίηση οπωσδήποτε.

Πώς και πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος στο διάστημα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο σας βιβλίο;

Δεν υπάρχει πλέον εκείνη η χώρα, η ΕΣΣΔ, στην οποία μεγάλωσα και μεγάλωσαν οι ήρωες μου. Η χώρα δεν υπάρχει, εμείς όμως υπάρχουμε. Η απόπειρα δημοκρατικής ανοικοδόμησης της ζωής, η Περεστρόικα, όπως την αποκαλούσαμε, απέτυχε. Απειλούμε ξανά τον κόσμο με τους πυραύλους μας. Το τελευταίο μου βιβλίο έχει τίτλο «Η ζωή από δεύτερο χέρι. Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου». Οι πολιτικές αλλαγές έγιναν πολύ πιο γρήγορα, από τους ρυθμούς αλλαγής της ανθρώπινης ψυχής.

Ο Καμύ έλεγε: «Αυτός ο κόσμος δεν έχει νόημα και εκείνος που θα το μάθει αυτό, θα αποκτήσει την ελευθερία». Είναι, άραγε, δυνατή η ελευθερία του ανθρώπου εν γένει;

Νομίζω πως η ελευθερία είναι δρόμος. Ακολούθησε τον και φύλαξε τον άνθρωπο μέσα σου. Μην αφήσεις να σβήσουν το κερί.

Πολλοί λένε πως ζούμε στην εποχή του κυνισμού. Συμφωνείτε με τον όρο αυτό;

Η εποχή μας είναι εποχή απογοητεύσεων. Φυσικά, εγώ και όλοι εμείς που θεωρούμε εαυτούς δημοκράτες, ζούμε με την αίσθηση της ήττας. Το πρώτο πράγμα που καταφεύγουν οι άνθρωποι είναι ο κυνισμός. Ο άνθρωπος χωρίς πίστη χάνει τις αξίες του. Θα πρέπει να το ζήσουμε και αυτό.

Πολλοί ισχυρίζονται πως η μνήμη μπορεί να αποτρέψει την επανάληψη του Κακού. Μπορεί όμως κανείς να συμφωνήσει με μια τέτοια άποψη, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στον κόσμο;

Αν ζήσατε έναν άτυχο έρωτα, αυτό θα σας έκανε να πάψετε να πιστεύετε στον έρωτα; Νομίζω πως ανεξάρτητα από το γεγονός πως  η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η ιστορία του Κακού, παρόλα αυτά το Κακό καθεαυτό μαθαίνουμε περισσότερα απ’ ό,τι στο Καλό, έχουμε, ωστόσο, τη γνώση του Καλού. Νομίζω πως η τέχνη θα πρέπει να πολλαπλασιάζει το Καλό.

Ο συγγραφέας θα πρέπει να γράφει λαμβάνοντας υπόψη του τις διαθέσεις της πλειοψηφίας;

Όταν γράφω λαμβάνω υπόψη μόνο τη δική μου διάθεση. Αναζητώ απαντήσεις στα ερωτήματα που με συγκλονίζουν. Και πάντα ελπίζω πως ό,τι ενδιαφέρει εμένα, εκείνη η αιώνια διαπάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό, ενδιαφέρει και άλλους ανθρώπους.

Το πρώτο σας βιβλίο στοιχειοθετήθηκε στο τυπογραφείο, αλλά μετά το κατέστρεψαν. Επί δύο χρόνια δεν επέτρεπαν τη δημοσίευση του δεύτερου «Ο πόλεμος δεν έχει γυναίκειο πρόσωπο». Δημοσιεύτηκε μόνο όταν ανέλαβε την εξουσία ο Γκορμπατσόφ. Για τα «Μολυβένια στρατιωτάκια» σας δίκασαν, ενώ για η «Προσευχή για το Τσέρνομπιλ» στην Λευκρωσία μέχρι σήμερα δεν έχει δημοσιευτεί. Πώς αποτιμάτε τη στάση της εξουσίας απέναντι στο έργο σας;

Ξέρετε, η σύγκρουση με την εξουσία είναι κάτι με το οποίο έχουμε συνηθίσει να ζούμε από την εποχή του Πούσκιν και το πρωθιερέα Αβαακούμ. Δεν ξέρω πώς να συμβιβαστώ με αυτό και πώς να του αντισταθώ. Σήμερα για μένα είναι πιο τρομακτική μας άλλη σύγκρουση, η σύγκρουση με τον ίδιο σου τον λαό. Με εκείνο τον λαό που ψηφίζει υπέρ του Λουκασένκο, υπέρ του Πούτιν. Κυκλοφορώ στο Μινσκ και βλέπω αυτοκίνητο με ρωσικές πινακίδες, στα πλαϊνά του οποίου γράφει «Ξεχάσαμε; Μπορούμε να επαναλάβουμε την κατάκτηση του Βερολίνου!». Το αυτοκίνητο, βέβαια, είναι γερμανικής κατασκευής.

Μπορεί η λογοτεχνία να αλλάξει, να μεταμορφώσει την πραγματικότητα;

Παιδική ερώτηση. Το μεγαλύτερο βιβλίο, η «Βίβλος» δεν άλλαξε τον κόσμο του ανθρώπου. Είναι σα να θέλεις να πας να κάνεις κήρυγμα. Ο Απόστολος Παύλος λέει: «Πενθώ όταν δεν κηρύττω».

Ο Σαλάμοφ έλεγε «το στρατόπεδο διαφθείρει και τον δήμιο και το θύμα». Πώς εκλαμβάνετε την τάση που υπάρχει σήμερα, τάση δικαίωσης της σταλινικής εποχής;

Στο Περμ υπήρχε το μεγαλύτερο μουσείο θυμάτων των Γκουλάγκ, σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο εργαζομένων στα Γκουλάγκ, όχι των θυμάτων, αλλά των δημίων. Αυτή όμως είναι σήμερα η Ρωσία. Επιστρέφουμε στο παρελθόν μας. Ίσως γιατί κατά τη διάρκεια της Περεστρόικα μιλούσα για την ελευθερία, χωρίς να γνωρίζουμε τι είναι αυτή. Δεν είχαμε εμπειρία ελευθερίας.

Η ζωή σας, η συγγραφική και πολιτική σας ήταν πάντα διάφανη και μονίμως στόχευε στην υπεράσπιση του απλού ανθρώπου. Πώς τοποθετείτε τον εαυτό σας στο πολιτικό φάσμα;

Είμαι συγγραφέας. Κοιτάζω τη ζωή με τα μάτια του καλλιτέχνη και όχι του πολιτικού ή του πολεμιστή. Όταν πήγα στον πόλεμο του Αφγανιστάν είδα σκοτωμένους ανθρώπους. Θα σας πω τούτο: δεν υπάρχει πιο τρομακτικό θέαμα από αυτό. Η ανθρώπινη ζωή είναι υπεράνω κάθε ιδεολογίας.

Πώς αποτιμάτε την κατάσταση ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και τη Ρωσία σήμερα, μετά την Κριμαία και την Ανατολική Ευρώπη;

Διεξάγεται ο Τρίτος Παγκόσμιος ή ο Τέταρτος, αν θεωρήσουμε πως ο Τρίτος ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος. Όταν θυμάμαι πως ήμασταν την δεκαετία του 1990, πως πιστεύαμε πως αύριο θα έρθει ένας νέος, τέλειος κόσμος. Πιστεύαμε σε αυτό και στη Δύση. Ήμασταν λίγο ρομαντικοί. Αυτό κάνει ακόμη πιο πικρή την απογόητευσή μας σήμερα. Και για εσάς και για εμάς. Βλέπω στην τηλεόραση πότε ένα νέο ρωσικό τεθωρακισμένο, πότε ένα νέο ρωσικό πολεμικό αεροσκάφος. Ο Πούτιν απειλεί ότι η Ρωσία είναι πιο ισχυρή απ’ όλους και μπορεί να πλήξει οποιονδήποτε εχθρό. Μονίμως επαναλαμβάνεται η λέξη «πόλεμος». Οι άνθρωποι έπαψαν πια να τον φοβούνται. Ενθυμούμαι όμως τις ηρωίδες του πρώτου μου βιβλίου «Ο πόλεμος δεν έχει γυναίκειο πρόσωπο», οι οποίοι μου έλεγαν πως την τελευταία ημέρα του πολέμου έριξαν όλες στις σφαίρες τους, όλα τα βλήματά τους, πιστεύοντας πως δεν θα τους χρειαστούν ποτέ ξανά. Αποδεικνύεται πως ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τον εαυτό του.

Πώς αποτιμάτε τη νοσταλγία για τον Homo Sovieticus, η οποία γίνεται αισθητή όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ;

Μπορώ μόνο να επαναλάβω τα λόγια του Σαλάμοφ, ο οποίος έλεγε πως ο άνθρωπος που πέρασε όλη του τη ζωή στο στρατόπεδο, δεν καθίσταται ελεύθερος μόλις βγει από την πύλη αυτού του στρατοπέδου. Σήμερα, χωρίς ίχνος ρομαντισμού και με την αίσθηση της ήττας καταλαβαίνουμε πως η ελευθερία απαιτεί μεγάλο κόπο. Έχουμε μακρύ δρόμο για την ελευθερία.

Share

Previous Post

Αλεξάντρ Σοκούροφ Ήμουν πάντα…

In

Αλεξάντρ Σοκούροφ Ήμουν πάντα ελεύθερος μέσα μου

View Post

Next Post

Σεργκέι Αβέριντσεφ Όπως όλα τα…

In Συνεντεύξεις

Σεργκέι Αβέριντσεφ Όπως όλα τα πολύτιμα πράγματα, έτσι και η πίστη είναι επικίνδυνη

View Post

Subscribe to our Newsletter

Instagram

Instagram has returned invalid data.

Follow Me!

  • Ποίηση
    • Χρυσός αιώνας
    • Αργυρός αιώνας
    • Φωνές
    • Φύλλα
    • Δοκιμές
  • Διήγημα
  • Δοκίμιο
  • Εικαστικά
    • Φωτογραφία
    • Ζωγραφική
  • Cinema
  • Θέατρο
  • Τετράδια ρωσικής σκέψης
    • Φιλοσοφία
    • Θεολογία
    • Αισθητική
    • Ιστορία
  • Blog
  • Εκδηλώσεις
  • Αντίδωρα
  • Media kit
  • Interviews
  • Βιβλιοστάσιο
  • Εκδόσεις s@mizdat
  • Επικοινωνία

© 2018 Περιοδικό Στέπα - All Rights Reserved. Designed by Elena Vasilaki