Written by 8:13 pm Αισθητική, Δοκίμιο, Τετράδια ρωσικής σκέψης

O Μπαχτίν, το γέλιο και ο χριστιανικός πολιτισμός

 

Ο Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς Μπαχτίν (1985 – 1975) ήταν ένας από τους πλέον σημαντικούς στοχαστές στον πολιτισμό μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Στο άρθρο αυτό τίθεται το ερώτημα για το αν μπορούμε να συμπεριλάβουμε την θεωρία του Μπαχτίν για την «κουλτούρα του γέλιου» και τις απορρέουσες από αυτήν ως εσωτερικές της έννοιες, την «καρναβαλοποίηση» και τον «Μενιππέα» στον χριστιανικό πολιτισμό και συγκεκριμένα με εκείνη την παλιά παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός δε χαμογέλασε ποτέ.

Δεν είναι όμως ένα άρθρο για τον Μπαχτίν. Είναι ένα κείμενο που προέκυψε από μια σημείωση στα περιθώρια του βιβλίου του Μπαχτίν για τον Ραμπελαί (Το έργο του Φρανσουά Ραμπελαί και ο λαϊκός πολιτισμός του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης).

 Στοχαστής, ο οποίος δεν κουράστηκε να επαναλαμβάνει πως ούτε μια ανθρώπινη λέξη δεν είναι ούτε οριστική, ούτε ολοκληρωμένη, μας προτείνει να συζητήσουμε «με αφορμή» και να σκεφτούμε «κατά την εφαπτομένη», πότε έτσι, πότε αλλιώς, ξετυλίγοντας το αδιάκοπο νήμα της συζήτησης. […]

Υπάρχει ένα «θεολογικό» (παραθεολογικό, θα λέγαμε) ζήτημα, το οποίο, παρόλα αυτά, δεν έχει τεθεί στο βιβλίο του Μπαχτίν, παρά το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι κεντρικές νοητικές γραμμές του βιβλίου, αν επεκταθούν πέραν τον ορίων του ειπωμένου, οδηγούν σε αυτό το ερώτημα και διασταυρώνονται με αυτό.

Πρόσφατα μας το θύμισαν αυτό: φάνηκε στα πρόσωπα και στους διάκοσμους του 14ου αιώνα και χωρίς να υπογραμμιστεί η σχέση με αυτοσχεδιασμούς ως προς τα θέματα που έθιξε ο Μπαχτίν, στο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο «Το όνομα του Ρόδου» αναφορικά με τον πρώτο αγώνα των πρωταγωνιστών του.

Δεν μας ενδιαφέρουν όμως τα διανοητικά παιχνίδια. Μας ενδιαφέρει το ζήτημα καθεαυτό, το οποίο απαιτεί άμεσα από εμάς ένα συγκεκριμένο βαθμό αφέλειας. Διαφορετικά, η εξέταση των πνευματικών ζητημάτων και των πραγμάτων της ζωής κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια διανοητική παρέλαση. Συνεπώς, μετά από όλα όσα είπε ο Μπαχτίν για την «κουλτούρα του γέλιου» και τις απορρέουσες από αυτήν ως εσωτερικές της έννοιες της «καρναβαλοποίησης» και του «Μενιππέας»[1] το ερώτημα που τίθεται είναι: σε τι έγκειται, παρόλα αυτά, η ορθότητα και σε τι η αλήθεια της παλιάς παράδοσης, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός ποτέ δεν χαμογέλασε;

Ή, μήπως η αλήθεια αυτή δεν υπάρχει, δεν έχει νόημα, ικανό να κατανοηθεί, αλλά υπάρχει μόνο το γυμνό ιστορικό γεγονός, το οποίο θα πρέπει να διαψευστεί, δηλαδή η επονομαζόμενη «μεσαιωνική σοβαρότητα», η οποία επιτρέπεται χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη να την αποδώσουμε ανελέητα στην τετριμμένη κοινωνιολογική φράση της δεκαετίας του 1930;

Κι αν υπάρχει στ’ αλήθεια, απορρέει, άραγε, από αυτήν μια λογική κρίση του γέλιου γενικά;

Θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε. Θα αρχίσουμε από το γεγονός ότι το γέλιο είναι ένα γεγονός αυστηρά δυναμικό, είναι ταυτόχρονα η κίνηση του νου και η κίνηση των νεύρων και των μυών: ένα ξαφνικό ρεύμα, ορμητικό σαν έκρηξη και δεν είναι τυχαίο ότι η τρέχουσα μεταφορά αναφέρεται σε «εκρήξεις γέλιου». Το γεγονός αυτό κυριεύει και εμπλέκει ταυτόχρονα και την πνευματική και τη φυσική πλευρά της ύπαρξής μας. Δεν πρόκειται για μια σταθερή κατάσταση, αλλά για μια μεταβατική, μια ομορφιά, το νόημα της οποίας όμως είναι αυτή ακριβώς η στιγμιαία της εκδήλωση. Η ίδια η σκέψη για την παρατεταμένη πράξη του γέλιου είναι ανυπόφορη, όχι απλά γιατί αυτοί οι ατελείωτοι παροξυσμοί και τα κουνήματα πολύ σύντομα μετατρέπονται σε μισητό βάσανο για το κουρασμένο κορμί, αλλά και γιατί το γέλιο που διαρκεί, είναι «ανόητο» γέλια, σύμφωνα με κάποια a priori κρίση του νου. Οποιαδήποτε «κουλτούρα του γέλιου» για να είναι κουλτούρα, είναι υποχρεωμένη να το λαμβάνει υπόψη της αυτό ∙ και αυτό ακριβώς, ο λαός με την χαρακτηριστική του λογική δε το λησμονούσε ποτέ. Η μετάβαση απειλεί με στέρηση του νοήματος, αν χάσει το ρυθμό και, συνάμα, τη ζωντανή αίσθηση του προσωπικού χρόνου.

Έτσι, έχουμε μετάβαση, αλλά από τι προς τι; Μετά τον Μπαχτίν θα πούμε: από μια ορισμένη ανελευθερία σε ορισμένη ελευθερία. Εννοείται πως ένα τέτοιο αξίωμα χαρακτηρίζει προς το παρόν όχι τόσο το φαινόμενο του γέλιου, όσο τα δικά μας ενδιαφέροντα κατά τη μελέτη του γέλιου. Έτσι ως σημείο εκκίνησης το αξίωμα αυτό μας βολεύει. Σε σχέση όμως με αυτό, θεωρούμε αναγκαίο να κάνουμε δύο επισημάνσεις.

Πρώτον, η μετάβαση στην ελευθερία εξ ορισμού δεν σημαίνει ελευθερία, δεν σημαίνει ύπαρξη «εν» ελευθερία. Το γέλιο δεν είναι ελευθερία, αλλά απελευθέρωση ∙ η διαφορά για τη σκέψη είναι πολύ σημαντική. Αφού, βλέπετε, η εμπειρία δεν μας παρακινεί υπερβολικά να ταυτίσουμε το γέλιο με την ελευθερία. Η συγκεκριμένη εμπειρία του γέλιου μας υποχρεώνει να βιώσουμε ιδιαίτερες στιγμές ανελευθερίας, χαρακτηριστικές μόνο για το γέλιο. Σε αυτές περιλαμβάνονται πριν από όλα τα στοιχεία μηχανικής αντίδρασης, τα οποία ιχνηλατούνται όχι μόνο στη δομή του κωμικού, αλλά και στη δομή του γέλιου καθεαυτού από τον κλασσικό φιλόσοφο του γέλιου, όπως είναι ο Μπέρξον∙ αν ξεχωρίσουμε στο γέλιο τη μηχανική αντίδραση από το λοιδορούμενο αντικείμενο, μέσω του γέλιου αναγκαζόμαστε να συμμετάσχουμε στη διαδικασία, η οποία υπόκειται στις νομοτέλειες της μηχανικής αντίδρασης. Το γέλιο ως αυτόματη αντίδραση των νεύρων και των μυών, την οποία μπορούμε να χειραγωγήσουμε,  πράγμα που γίνεται δημόσια σε κάθε κωμική παράσταση∙ το γέλιο ως αντίδραση, την οποία μπορούμε να προκαλέσουμε σκοπίμως, κυριολεκτικά πατώντας ένα αόρατο κουμπί, – όλα αυτά είναι μακριά από το θρίαμβο της ατομικής αρχής… Σε μια αρκετά δυνατή έκρηξη γέλιου γελάμε «ασυγκράτητα»∙ καλύτερα απ’ όλα αντιστοιχεί στην κατανόησή μας το «αβίαστο» γέλιο, το «αυθόρμητο», δηλαδή εκείνο το οποίο προσωρινά καταργεί τη λειτουργία της προσωπικής μας βούλησης. Γενικά ερωτάται η προσωπική μας βούληση, η οποία , δεν έχει καμιά σχέση με όλα αυτά.

Το γέλιο ανήκει σε μια σειρά καταστάσεων, οι οποίες περιγράφονται στη γλώσσα της ελληνικής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας ως – όχι εκείνο το οποίο κάνω, αλλά εκείνο το οποίο μου συμβαίνει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μετάβαση από την ανελευθερία στην ελευθερία εμπεριέχει ένα στοιχείο μιας ορισμένης νέας ανελευθερίας. Πολύ πιο σημαντικό όμως είναι κάτι άλλο: το γέλιο εξ ορισμού προϋποθέτει την ανελευθερία ως σημείο εκκίνησης και ως προϋπόθεσή του. Ο ελεύθερος δε χρειάζεται απελευθέρωση ∙ απελευθερώνεται εκείνος που δεν είναι ακόμη ελεύθερος. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνεις το σοφό να γελάσει, απ’ ότι ένα απλό άνθρωπο και αυτό γιατί ο σοφός σε σχέση με την συντριπτική πλειοψηφία των ατομικών περιπτώσεων εσωτερικής ανελευθερίας έχει περάσει το όριο της απελευθέρωσης, το όριο του γέλιου, βρίσκεται ήδη πέραν αυτών. Και στο σημείο αυτό είναι κατάλληλη η στιγμή να επιστρέψουμε στο ερώτημά μας. Αν φανταστούμε τον Άνθρωπο, ο οποίος αρχικά και σε κάθε στιγμή του Είναι του είναι απολύτως ελεύθερος, τότε αυτός είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, έτσι όπως τον νοούσε και τον φανταζόταν πάντα η χριστιανική παράδοση. Είναι απολύτως ελεύθερος και μάλιστα όχι από τη στιγμή μιας κάποιος απελευθέρωσης, μιας κάποιας «αφύπνισης» όπως ο Βούδας (που σημαίνει κυριολεκτικά «Αφυπνισμένος»), αλλά πριν από την αρχή της ζωής του, από το άχρονο βάθος της «αιωνιότητάς» του. Στην ενσάρκωσή του ο Χριστός οικειοθελώς περιορίζει την ελευθερία του, δεν την διευρύνει ∙ δεν υπάρχει λόγος να τη διευρύνει. Γι’ αυτό και η παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός δε γέλασε ποτέ, υπό την οπτική γωνία της φιλοσοφίας του γέλιου φαίνεται αρκετά λογική και πειστική. Στο σημείο της απόλυτης ελευθερίας το γέλιο είναι αδύνατο, γιατί είναι περιττό.

[1] Να θυμίσουμε πως ο Μπαχτίν  θεωρούσε πως υπάρχει πολλή μεγάλη συγκέντρωση εκείνης της ιδιότητας, την οποία αποκαλούσε «Μανιππέας» και στην Καινή Διαθήκη και εν γένει στην πρώιμη χριστιανική γραμματεία.

<…>

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Από την #3   «Στέπα»

(Visited 8 times, 1 visits today)
Close