Προϊστορία
Τώρα πια δε ζω εκεί…
Πούσκιν
Η Ρωσία του Ντοστογιέφσκι. Το φεγγάρι
Το καμπαναριό, σχεδόν το ένα τέταρτο του κρύβει.
Παζαρεύουν τα καπηλειά, τρέχουν τ’ αμάξια,
Πενταώροφοι υψώνονται οι όγκοι
Στη Γκοροχοβάγια, στη Ζναμενιάγια, κοντά στο Σμόλνι.
Παντού σχολές χορού, πινακίδες αλλάζουν,
Κι από κοντά: «Henriette», «Basile», «Andre»
Και φέρετρα πολύχρωμα: «Σουμίλοφ ο πρεσβύτερος».
Όμως, παρόλα αυτά, η πόλη ελάχιστα άλλαξε.
Δεν είμαι η μόνη, και άλλοι έχουν
Παρατηρήσει πως μπορεί ταυτόχρονα
Να μοιάζει με παλιά λιθογραφία,
Δευτέρας κατηγορίας, μα απολύτως αξιοπρεπής,
Της δεκαετίας του 1870, θαρρώ.
Ιδιαίτερα το χειμώνα, πριν το χάραμα
Ή στο λυκόφως – όταν πίσω από τις πόρτες
Σκοτεινιάζει η σκληρή και ευθεία λεωφόρος Λιτέϊνι
Πριν ακόμη την ευτελίσει το μοντέρνο,
Και ακριβώς απέναντι από μένα ζουν – ο Νεκράσοφ
Και ο Σαλτικόφ . . .. Και για τους δύο έχουν τοποθετήσει
Από μία αναμνηστική πινακίδα. Ω, πόσο πολύ θα τρόμαζαν
Σαν έβλεπαν τούτες τις πινακίδες! Προσπερνάω.
Στην Αρχαία Ρους οι πλουμιστές γούμενες
Στα κηπάρια τα σαπισμένα παγκάκια,
Τα τζάμια των παραθύρων είναι τόσο μαύρα, σα καμινάδες,
Και νομίζεις πως κάτι συνέβη εκεί, τέτοιο
Που καλύτερα να μην κοιτάξουμε και να φύγουμε.
Δεν μπορείς με κάθε μέρος να συμφωνήσεις,
για να σου αποκαλύψει το μυστικό του
(Και στην Όπτινο[1] έρημο δε θα ξαναπάμε…).
Το θρόισμα από τις φούστες, δικτυωτά σάλια,
Οι καρυδένιες κορνίζες στους καθρέφτες,
Με της Καρένινα το χρώμα έκπληκτες,
Και στους διαδρόμους οι στενές ταπετσαρίες,
Τις οποίες θαυμάζαμε στα παιδικά μας χρόνια,
Στο φως της κίτρινης λάμπας με κηροζίνη,
Κι εκείνος ο κατιφές στις πολυθρόνες…
Όλα λίγα, βιαστικά, τυχάρπαστα…
Πατέρες και παππούδες ακατανόητοι. Τα κτήματα
Υποθηκευμένα. Και στο Μπάντεν – η ρουλέτα.
Και η γυναίκα με το διάφανο βλέμμα
(γαλάζιο τόσο βαθύ, που είναι αδύνατο
Τη θάλασσα να μη θυμηθείς, σαν κοιτάξεις σ’ αυτό),
Με σπανιότατο όνομα και λευκό χέρι,
Και καλοσύνη, την οποία από αυτήν
Κατά κάποιο τρόπο θαρρείς πως κληρονόμησα,-
Ένα άχρηστο δώρο στη σκληρή μου ζωή…
Η χώρα αναριγά, μα ο κατάδικος του Ομσκ
Τα κατάλαβε όλα και σ’ όλα έβαλε τέλος.
Να, τώρα, όλα τα μετακινεί
Κι ο ίδιος πάνω από το προαιώνιο χάος
Σαν κάποιος δαίμονας, πετάει. Τα μεσάνυχτα χτυπούν.
Η πένα τρίζει, και πολλές σελίδες
Βρωμοκοπούν από το δάχτυλο του Συμεών.
Τότε κι εμείς σκεφτήκαμε να γεννηθούμε
Και, μετρώντας χωρίς λάθος το χρόνο,
Για να μη χάσουμε κανένα από τα πρωτόγνωρα
Θεάματα, αποχαιρετήσαμε το μη Είναι.
3 Σεπτεμβρίου 1940
Λένινγκραντ
Οκτώβριος 1943
Τασκένδη
[1] Έρημο Όπτινο, ιστορική μονή της Ρωσίας, ορόσημο της πνευματικής της ιστορίας (σ.τ.μ.)
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©