(Με αφορμή το άρθρο του Νικολάι Γιάκοβλεβιτς Γκρότ στο περιοδικό «Ζητήματα φιλοσοφίας και ψυχολογίας»)[1]
Το τελευταίο τεύχος (του Ιανουαρίου) του μοσχοβίτικου φιλοσοφικού περιοδικού ξεκινάει με μία πικρή και εμπνευσμένη δήλωση του διευθυντή του: «Άλλη μια φορά για τους στόχους του περιοδικού» [2]. Ο εντιμότατος Ν. Γι. Γκρότ με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο αντιστέκεται στην κυρίαρχη σήμερα κοινή γνώμη, κατά της αρχής του εθνικού εξαιρετισμού. Απορρίπτει αυτό το ρεύμα εν ονόματι της αληθινά εθνικής ιδέας, εκείνης της πλατιάς που περιλαμβάνει τα πάντα. Μας είναι άγνωστες οι άμεσες αφορμές που προκάλεσαν αυτή τη δήλωση, – ο Ν. Γι. Γκρότ αναφέρεται σε αυτές μόνο με υπαινιγμούς, τη στιγμή που η ίδια η δήλωση σε ύψιστο βαθμό είναι έγκαιρη και γενναία, και έχει μία λεγεώνα αφορμών γι’ αυτή.
Χαιρόμαστε για τη θαυμάσια αυτή δήλωση (για τη βασική της σκέψη), φυσικά όμως δεν μπορούμε να ζητήσουμε από τον αξιοσέβαστο συγγραφέα της μέσα σε έξι σελίδες να διατυπώσει με ευκρίνεια μέχρι το τέλος τη σκέψη του ∙ δε θα μπορούσε ορισμένες φορές να αποφύγει τη γνωστή αοριστία των εκφράσεων και των υποδείξεων. Θεωρώ χρήσιμο και δίκαιο να απομονώσω ορισμένες από τις σκέψεις του, με τις οποίες δείχνει πως συμμερίζεται όλες εκείνες τις εξαιρετικά ανάλαφρες απόψεις και λανθασμένες ερμηνείες.
«Το περιοδικό μας, – γράφει ο Ν. Γι. Γκρότ, εμπνέοντας μια εκτεταμένη ανταλλαγή σκέψεων, μπορεί να επιταχύνει και να διευκολύνει την ωρίμανση των φιλοσοφικών ταλέντων, δεν είναι όμως δική του δουλειά να σταθεί κάτω από το λάβαρο των επεξεργασμένων σε μια άλλη εποχή κατά το μεγαλύτερο μέρος τους – δανεισμένων πολιτικών δογμάτων, – όπως δεν είναι δουλειά των σύγχρονων εκπροσώπων αυτών των γηρασμένων δογμάτων, τα οποία, στην εποχή τους, είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη βάση γνωστών φιλοσοφικών διδασκαλιών, να επιβάλουν την πολιτική τους πίστη στους ρώσους φιλοσόφους της σύγχρονης εποχής.
«Αλλά και τι πίστη είναι αυτή; Οι άριστες ανθρώπινες πεποιθήσεις απορρίπτονται διαρρήδην, η διακονία της κοινωνίας ερμηνεύεται ως εξαιρετική υπηρεσία της καθημερινότητας, των συμφερόντων του λαού μας και της φυλής ή, ακόμη χειρότερα, των κομμάτων, των κοινωνικών στρωμάτων, των κοινωνικών τάξεων. Οι ίδιες οι ιδέες της ανθρωπότητας και της ανθρωπιάς λοιδορούνται χυδαία, το μίσος για τον πλησίον ξεδιάντροπα ανακηρύσσεται αρετή, ενώ η αγάπη για τον άνθρωπο – ασυγχώρητη αδυναμία. Οι υψιπετείς σκέψεις για κατανόηση του κόσμου και την ενότητα των ανθρώπων απορρίπτονται, ως απραγματοποίητες και επιζήμιες για την κοινωνία ουτοπίες, το ψεύδος και η υποκρισία παρουσιάζονται ως εκδήλωση πολιτικής ωριμότητας. Λαμβανομένων υπόψη αυτών των φαινομένων δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι οι σκεπτικιστές αναζητούν την πηγή όλων των αγνών και αγαθών επιδιώξεων είτε στις κρυμμένες πεποιθήσεις του εγωισμού είτε στις παραδόσεις των κοινωνικών κινημάτων, τα οποία υπήρξαν πριν από δεκάδες χρόνια, θαρρείς και σήμερα είναι πλέον αδύνατη η εμφάνιση νέων, αγνών και αγαθών πεποιθήσεων.
«Όλοι οι έντιμοι και σοβαροί άνθρωποι, παρά τις διαφορετικές τους κοσμοθεωρίες, θα πρέπει να ενωθούν κατά του κοινού εχθρού – εκείνων των παρασίτων της σκέψης και των κοινωνικών υποθέσεων, τα οποία θέλουν να τρομάξουν την κοινωνία με τα φαντάσματα των παλιών λαθών και των ακραίων παθών, ώστε να αποκτήσουν το δικαίωμα στην άρνηση των πλέον ιερών παραδόσεων των προηγούμενων γενιών και των άριστων ηθικών ιδανικών των μεγαλοφυών στοχαστών όλων των αιώνων».
«Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι το μίσος κατά του ανθρώπου κηρύσσεται σ’ εμάς πολύ συχνά υπό τη σημαία της ορθοδοξίας και της εθνικής ιδεολογίας. Στο μεταξύ τα ιδανικά της ρωσικής αυτοσυνείδησης, της ρωσικής χριστιανικής κοσμοθεώρησης ήταν πάντα πολύ διαφορετικά».
«Ο αληθινός Ρώσος, είναι χριστιανός, κατά την πεποίθηση των εκπροσώπων της ρωσικής αυτοσυνείδησης, πλήρης καλής προαιρέσεως προς ολάκερη την ανθρωπότητα – προς το καλό, το κάλλος και την αλήθεια κάθε θνητού. Γι’ αυτόν δεν υπάρχουν ονόματα, δεν υπάρχουν αξιώματα και θέσεις, παρά μόνο η άλλη ανθρώπινη προσωπικότητα, η οποία αναζητάει την αλήθεια και το καλό, η οποία εμπεριέχει τη σπίθα του θεού μέσα της, την οποία πρέπει να βρούμε, να αφυπνίσουμε, να ερμηνεύσουμε».
«Ένας τέτοιος αναζητητής της θείας σπίθας σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και στους ανόητους και τους εγκληματίες, ήταν και δικός μας ρώσος στοχαστής Ντοστογιέφσκι. Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας από τους πλέον τυπικούς εκφραστές εκείνων των αρχών, οι οποίες, κατά τη βαθύτατη πεποίθησή μας, θα πρέπει να γίνουν τα θεμέλια της ιδιότυπης εθνικής, ηθικής φιλοσοφίας».
«Η φιλειρηνική διάθεση και η πραότητα, η αγάπη για το ιδανικό και η ανακάλυψη της εικόνας του Θεού ακόμη και κάτω από το περιτύλιγμα της εφήμερης αθλιότητας και ντροπής – να το ιδανικό του Ρώσου στοχαστή, το όνειρο της ρωσικής ηθικής φιλοσοφίας. Οι βάρβαροι αλαζόνες ας εμπαίζουν τον «άνθρωπο» και το «ανθρώπινο», – δεν είναι ρώσοι στοχαστές αυτοί. Υποκριτικά κρυπτόμενοι κάτω από το λάβαρο της ψευτοορθοδοξίας και της λαϊκότητας, είναι παντελώς ξένοι προς το αληθινό πνεύμα του χριστιανικού ρωσικού λαού, ώστε ακόμη και ο εκθειασμός της ιδέας της «ορθοδοξίας» υπό την ιδέα του «χριστιανισμού» και η διδασκαλία του Χριστού υπό την οπτική γωνία του Ρώσου, είναι ιεροσυλία. Εάν έχουμε κάτι το ιδιαίτερο και όντως ιερό στις παραδόσεις της λαϊκής σκέψης, τότε αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ειρήνευση, η δίψα της πνευματικής ισότητας, η ιδέα της συνοδικότητας της συνείδησης».
«Κάθε αποκλειστική υποστήριξη της προσωπικότητάς σου, της μονόπλευρης ατομικής σου αλήθειας, είναι ένας χυδαίος σφετερισμός, είναι μίμηση πνεύματος ξένου, αλλοδαπού. Κάθε εμπαιγμός της αλήθειας, μόνο και μόνο γιατί δεν είναι η δική μου αλήθεια, είναι προσβολή της αλήθειας – της αιώνιας, της πανανθρώπινης. Αν στο ρωσικό λαό μένει να αποκτήσει σημασία στη μελλοντική μοίρα της ανθρωπότητας, τότε αυτό θα γίνει ως φορέας της μεγάλης αλήθειας της αμοιβαίας συμπλήρωσης των πνευματικών προσωπικοτήτων, της ηθικής ενότητας όλων των ανθρώπων, – εξυμνημένων και ταπεινωμένων, είτε γνωρίζουν είτε απλά αναζητούν τις γνώσεις και την αλήθεια».
«Οι αμβλύωπες οπαδοί της αρχής του ατομικού και εθνικού εξαιρετισμού ας κηρύττουν το αμοιβαίο μίσος, τη δυσανεξία, το ζυγό επί των πεποιθήσεων και των συνειδήσεων, – το ρωσικό φιλοσοφικό περιοδικό δεν θα τους υποστηρίξει. Αποστολή του είναι να διευρύνει τους ορίζοντες της ρωσικής σκέψης, του αληθινού κηρύγματος του ανθρώπινου καλού και της οικουμενικής αλήθειας, όποιες μορφές κι αν λαμβάνουν αυτά».
Στους φορείς των ιδανικών της ρωσικής λαϊκής αυτοσυνείδησης, της ρωσικής κοσμοθεώρησης ο Ν. Γι. Γκρότ, συμπεριλαμβάνει τον Ντοστογιέφσκι. Σε στιγμές έμπνευσης ο μεγαλοφυής αυτός συγγραφέας, όντως, προέβλεψε το πανανθρώπινο ιδανικό του λαού μας. Δεν είναι απλά κοντά στους παλιούς σλαφόβιλους (για να μην αναφερθούμε στον μεταγενέστερο εθνικισμό) λόγω του βασικού χαρακτηριστικού των απόψεών του, δεν ήταν απλά κοντά σε αυτό το ιδανικό, αλλά έδωσε σε αυτό – στο λόγο του για τον Πούσκιν και στο τελευταίο τεύχος του «Ημερολογίου» του – ένα απολύτως σωστό, αν και πολύ γενικό ορισμό. Η αλήθεια αυτού του νέου ορισμού ήταν τόσο ξεκάθαρη, που ο ακλόνητος σημαιοφόρος των πρώτων σλαφόβιλων Ι. Σ. Αξάκοφ για ένα λεπτό κατέβασε τη σημαία και επίσημα δήλωσε στον εορτασμό του Πούσκιν, ότι η διαμάχη ανάμεσα στους σλαβόφιλους και τους δυτικίζοντες έχει τελειώσει, ότι όλες οι αντιθέσεις του παρελθόντος ξεκαθάρισαν και άρθηκαν. Στην ίδια εκείνη γιορτή όχι μόνο ο Αξάκοφ έθαψε τον εξαιρετισμό των σλαφόβιλων, αλλά και ο Μ. Ν. Κατκόφ αναφέρθηκε στην ειρήνη και την ελευθερία και έκανε την πρόποση: «Ζήτω η λογική, κάτω το σκοτάδι!» Φευ! Ήταν απλά μια κοσμική γιορτή, και τόσο σύντομα ξεχάστηκε με τον ερχομό σκοτεινών ημερών! Αποδείχτηκε πως είχε δίκιο ο Τουργκιένιεφ, ο οποίος δεν πίστευε στη φιλειρηνική διάθεση (εκείνη την εποχή, ωστόσο, απολύτως ειλικρινής) του Κατκόφ ∙ δίκιο αποδείχτηκε πως είχε ο Τολστόι, ο οποίος δεν πήγε στη Μόσχα[3]. Αν ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι ζούσε περισσότερο θα βίωνε μια μεγάλη και βαριά δοκιμασία. Ο ορισμός του ρωσικού και χριστιανικού ιδανικού, το οποίο εμπεριέχει τα πάντα, ενώνει τα πάντα και συμφιλιώνει τα πάντα, διατυπώθηκε από αυτόν σε συνθήκες εξαιρετικά γιορτινές.
Θα έπρεπε να σκεφτεί σχετικά με το δρόμο πραγματοποίησης και δικαίωσης αυτού του ιδανικού, θα έπρεπε να το προτείνει ως ύψιστη, καθοριστική νόρμα για όλα τα πρακτικά ζητήματα της κοινωνικής ζωής, εν ονόματι του οποίου θα στηλιτεύεις και θα διορθώνεις τα πάντα, ό,τι δηλαδή από την πραγματικότητά μας δεν θα ήταν σύμφωνο με αυτό. Για να φέρει σε πέρας αυτό το έργο όμως, έστω και μόνο στο λογοτεχνικό πεδίο, ο Ντοστογιέφσκι θα έπρεπε να απαρνηθεί πλήθος ριζωμένων προκαταλήψεων, εμμονών και αυθόρμητων λαϊκών ενστίκτων, τα οποία είχε και τα οποία διατύπωνε στα έργα του, χωρίς να προσέχει ότι ερχόταν σε αντίθεση με τον οικουμενικό ιδανικό που ο ίδιος είχε κηρύξει. Η ρωσική ζωή όμως σύντομα έπρεπε να υπογραμμίσει αυτή την αντίθεση, και ο Ντοστογιέφσκι θα έπρεπε κατηγορηματικά και οριστικά να αποχωριστεί από τις μισές απόψεις και πεποιθήσεις τους, να επεξεργαστεί ξανά όλες τις σκέψεις τους με βάση εκείνο το γενικό ορισμό, τον οποίο ανακοίνωσε στην εμπνευσμένη του ομιλία. Η απαίτηση ενός τέτοιου πνευματικού άθλου θα ήταν εξαιρετικά σκληρή για τον ταλαιπωρημένο από τη ζωή εξηντάχρονου μάρτυρα, ο οποίος, επιπλέον, στο πεδίο των ιδεών ήταν πιο πολύ ένας οξυδερκής καλλιτέχνης, παρά ένας στοχαστής με αυστηρή λογική και συνέπεια σκέψης.
Από όλες τις σκέψεις, οι οποίες διατυπώθηκαν το τελευταίο διάστημα από τον Λεβ Τολστόι, ως την πλέον σωστή, την απολύτως αδιαμφισβήτητη (τουλάχιστον για όλους όσους πιστεύουν στη θεία οικονομία) θα πρέπει να θεωρήσουμε εκείνη, σύμφωνα με την οποία κάθε άνθρωπος πεθαίνει οπωσδήποτε την στιγμή εκείνη που είναι η πλέον ιδανική γι’ αυτόν. Σε κάθε θνητό έχει δοθεί ένας δίκαιος αριθμός δοκιμασιών, και ο θάνατος φροντίζει να μην παραβιαστεί αυτός ο αριθμός. Ο θάνατος απάλλαξε τον Ντοστογιέφσκι από έναν εσωτερικό αγώνα για τον οποίο δεν είχε δυνάμεις. Αν όμως η μνήμη του μεγαλοφυούς αυτού διορατικού και μάρτυρα διατηρήθηκε ως ανεπίληπτη συνειδητή άρνηση από τα καλύτερά του ιδανικά προς όφελος του σκοτεινού ζυγού της πραγματικότητας, τότε οι αντιθέσεις ανάμεσα σε αυτά τα ιδανικά και πολλές πεφωτισμένες ιδέες στα έργα του παρέμειναν αδιευκρίνιστες, και κανείς από εμάς δεν μπορεί συνολικά να αποδεχτεί την πνευματική του κληρονομιά. Αν συμφωνήσουμε με τον Ντοστογιέφσκι ότι η αληθινή ουσία του ρωσικού εθνικού πνεύματος, η μεγάλη του αξία και το πλεονέκτημα είναι ότι μπορεί εσωτερικά να κατανοήσει όλα τα ξένα στοιχεία, να τα αγαπήσει, να μετενσαρκωθεί σε αυτά, αν θεωρήσουμε, μαζί με τον Ντοστογιέφσκι, ότι ο ρωσικός λαός είναι ικανός και έχει ως αποστολή να πραγματοποιήσει σε αδελφική ένωση με άλλους λαούς του ιδανικό της παναθρωπότητας – τότε δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να συμπάσχουμε με τις επιθέσεις του ίδιου του Ντοστογιέφσκι κατά των «οβριών», των πολωνών, των γάλλων, των γερμανών, κατά της Ευρώπης συνολικά, κατά όλων των άλλων δοξασιών πίστης. Και, απεναντίας, αν οι αντίπαλοι του Ν. Γι. Γκροτ μπορούν δικαιωματικά να αναφέρουν προς επίρρωση των λεγομένων τους αυτές τις εχθρικές και περιφρονητικές επιθέσεις του Ντοστογιέφσκι κατά των αλλόπιστων και αλλοδαπών, τότε σε αυτό και μόνο θα πρέπει να περιορίσουν την αλληλεγγύη τους προς αυτόν: δεν μπορούν να αναφέρονται στα ιδανικά του και στις προφητείες του. Σε κάθε περίπτωση, ο αδιαμφισβήτητος δυϊσμός στις αντιλήψεις του Ντοστογιέφσκι επιτρέπει ακόμη και στους ειλικρινείς αντιπάλους της άποψής του περί καλύτερης πίστης, να καταφεύγουν στο κύρος του. Αλλά, για τον ίδιο ακριβώς λόγο και στους οπαδούς του πραγματικού του ιδανικού είναι αδύνατο να σταθούν κάτω από το λάβαρό του χωρίς επιφυλάξεις. Ο Ν. Γι. Γκροτ αναφέρεται όχι στον Ντοστογιέφσκι, τον ηττημένο από τις επιδιώξεις του όχλου και τις προκαταλήψεις των σλαβόφιλων, αλλά στον Ντοστογιέφσκι, εκείνον που νίκησε το πλήθος και τους σλαβόφιλους με την ομιλία του για τον Πούσκιν[4].
Μετά την θριαμβευτική ομιλία του Ντοστογιέφσκι ακολούθησε μια απολύτως συνηθισμένη διαμάχη του με τον καθηγητή Γκραντόφσκι. Η διαμάχη αυτή είναι η ξεκάθαρη επιβεβαίωση του ότι ο Ντοστογιέφσκι κατέθεσε τον δικό του ορισμό περί ρωσικού ιδανικού ως διορατικός άνθρωπος και καλλιτέχνης, παρά ως στοχαστής. Φιλονίκησαν για το αν είναι καλύτερη η ηθική αρχή ή οι κοινωνικές φόρμες ∙ για ποιο πράγμα πρέπει να ενδιαφερόμαστε: για την ατομική ηθική ή για την κοινωνική δικαιοσύνη; Αυτό είναι σχεδόν το ίδιο με το να συζητάς για το τι είναι καλύτερο: η όραση ή το μάτι, για τι πρέπει να ενδιαφέρεσαι: για την υγεία του ασθενή ή για την θεραπεία του οργανισμού του; Αντί να σταθούν στην πλευρά της προσωπικής ηθικής κατά του δημοσίου συμφέροντος, θα έπρεπε να απορρίψουν το ίδιο το ερώτημα περί πλεονεκτημάτων της μιας ή της άλλης, ως απολύτως ανόητο. Η ίδια η ηθική αρχή μας υποχρεώνει να ενδιαφερόμαστε για το κοινό καλό, αφού χωρίς αυτό, το ενδιαφέρον για την ατομική ηθική είναι εγωιστικό, δηλαδή ανήθικο. Το κήρυγμα της ηθικής τελειότητας μας έχει δοθεί άπαξ δια παντός στο λόγο του Θεού, και μας έχει δοθεί, φυσικά, όχι για να την επαναλαμβάνουμε παπαγαλίζοντας ή για να εμπλουτίσουμε την φλυαρία μας, αλλά για κάνουμε κάτι ώστε να πραγματοποιηθεί στο περιβάλλον που ζούμε, δηλαδή με άλλο λόγια, η ηθική αρχή οπωσδήποτε θα πρέπει να ενσαρκώνεται στην κοινωνική δράση. Ουσιαστικά, ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι το ένιωθε, όπως φαίνεται από τις σκέψεις του για το «ρωσικό σοσιαλισμό» (στο τελευταίο τεύχος του «Ημερολογίου»), όπου η κοινωνική πλευρά του ρωσικού λαϊκού ιδανικού παρουσιάζεται πολύ κατηγορηματική, αν και όχι απολύτως ξεκάθαρα, πράγμα, άλλωστε, που δεν θα μπορούσαμε να το ζητήσουμε από αυτόν.
Το τελευταίο διάστημα όμως, πετάχτηκαν οι ηθικολόγοι – εκείνου του ρεύματος το οποίο κατηγορεί ο Ν. Γι. Γκρότ, – και συνειδητά και σκόπιμα κηρύσσουν πως ό, τι ισχυρίζεται ο Ντοστογιέφσκι (στη διαμάχη του με τον καθηγητή Γκραντόφσκι) το κάνει από παρεξήγηση και παρασυρμένος από την πολεμική του διάθεση. Ορισμένοι ευθέως λένε πως το ρωσικό λαϊκό ιδανικό απαιτεί προσωπική αγιοσύνη, και όχι κοινωνική δικαιοσύνη. Η προσωπική αγιοσύνη εδώ, φυσικά, υπάρχει για να ρίχνει στάχτη στα μάτια, γιατί η ουσία της υπόθεσης είναι πώς θα ξεμπερδεύουν με την κοινωνική δικαιοσύνη. Για να αποκτήσουν αυτοί οι άνθρωποι το δικαίωμα να κηρύσσουν την προσωπική αγιοσύνη, θα έπρεπε πριν απ’ όλα και οι ίδιοι να ήταν έστω και κατ’ ελάχιστον όμοιοι με τους αγίους. Τότε όμως μάλλον θα απαρνούνταν το παράλογο και επιζήμιο κήρυγμά τους. Αφού θα γνώριζαν καλώς ότι καμιά αγιοσύνη δεν μπορεί να είναι προσωπική, ότι υποχρεωτικά θα πρέπει να είναι αγάπη για τον άλλον, ενώ στις συνθήκες της γήινης πραγματικότητας, η αγάπη αυτή, κατά κύριο λόγο, είναι συμπόνια. Οι ζηλωτές του ρωσικού λαϊκού ιδανικού θα έπρεπε να ανέλθουν, τουλάχιστον, μέχρι εκείνο το επίπεδο της ηθικής κατανόησης, η οποία είναι χαρακτηριστική για τις ρωσίδες απλές γυναίκες, οι οποίες λένε «λυπάμαι» αντί αγαπώ. Αν δεν εγκατέλειπαν πρόωρα αυτό το επίπεδο της ηθικής συνείδησης, θα μπορούσαν να κατανοήσουν, ίσως και ότι η πραγματική αγάπη ή συμπόνια δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο ως εσωτερικό αίσθημα, αλλά θα πρέπει υποχρεωτικά να εκφραστεί με πράξεις, – στην πραγματική βοήθεια των δεινών των άλλων. Και στη συνέχεια, παραμένοντας αναλλοίωτα στην ίδια ηθική αρχή της αγρότισσας, θα πρέπει απλά να το εισάγουν σε ένα διευρυμένο πνευματικό ορίζοντα, τον οποίο έχουμε κάθε δικαίωμα να απαιτούμε από τους ανθρώπους, οι οποίοι όλο και κάτι έχουν διδαχθεί και θέλουν να διδάξουν και τους άλλους. Έτσι, ας θυμούνται ότι ο άνθρωπος είναι ένα ζώον κοινωνικόν, ότι το μεγαλύτερο μέρος των δεινών και των αναγκών του έχει συλλογικό χαρακτήρα ή, τουλάχιστον, εξαρτάται από αιτίες κοινωνικές, γι’ αυτό και η πραγματικά λογική βοήθεια σε αυτά τα δεινά και ανάγκες λαμβάνει υποχρεωτικά το χαρακτήρα της κοινωνικής δραστηριότητας και δεν μπορεί επ’ ουδενί να κρατηθεί μέσα στα στενά όρια της προσωπικής ηθικής, της προσωπικής αγιοσύνης. Να λοιπόν ποια είναι εκείνη η γενική αλήθεια, η οποία έτσι απλή και προφανής, αποδεικνύεται πως είναι αδύνατον να κατανοηθεί από τους ηθικολόγους μας ∙ υιοθετώντας την ηθική αρχή της ενεργούς συμπόνιας, είμαστε υποχρεωμένοι να λυπηθούμε για την πλάνη τους και να τους βοηθήσουμε με γλαφυρές εξηγήσεις.
Για ιστορικούς λόγους υπήρχε σ’ εμάς, για παράδειγμα, η δουλοπαροικία. Σύμφωνα με τη θεωρία της αποκλειστικής ατομικής ηθικής, θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι όλοι οι γαιοκτήμονες κατακτήσουν το ιδανικό της αγιοσύνης και να γίνουν ευεργέτες των χωρικών τους, και αυτό στην πράξη θα ισούταν με τη διαιώνιση της δουλοπαροικίας. Ευτυχώς, αυτό το φαινομενικά ρωσικό, αλλά στην πραγματικότητα παγκόσμιο φαρισαϊκό ιδανικό προσωπικής αγιοσύνης δεν έχει κυριαρχήσει ακόμη σ’ εμάς ∙ ευτυχώς, αυτό το φαινομενικά ρωσικό, μα στην πραγματικότητα οικουμενικό φαρισαϊκό ιδανικό προσωπικής αγιοσύνης δεν έχει κυριαρχεί στη χώρα μας ∙ στην αρχή οι άριστοι, μετά μια σημαντική πλειοψηφία της καλλιεργημένης κοινωνίας και η ίδια η κυβέρνηση αντιμετώπισαν την υπόθεση απλοϊκά, ανθρώπινα, Λυπήθηκαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων που υποφέρουν από την έλλειψη δικαιωμάτων και θέλησαν, όντως, να τους βοηθήσουν. Γνωρίζοντας πως πρόκειται για κακό κοινωνικό, το οποίο στηρίζεται σε έναν ανόητο νόμο, του αντιπαρέθεσαν όχι την ατομική ηθική, η οποία δεν έχει καμιά σχέση με αυτή την υπόθεση, αλλά με άμεσα μέτρα για την εξάλειψή τους: οι συγγραφείς εξήγησαν στην κοινωνία τον άδικο χαρακτήρα της παλιάς τάξης πραγμάτων, ενώ η κυβέρνηση ετοίμασε και ολοκλήρωσε τη νομοθετική του κατάργηση. – Και λοιπόν; Αν είναι δυνατόν όλη αυτή η δραστηριότητα, που στόχευε στην αλλαγή μιας ανόητης τάξης πραγμάτων στην κοινωνία, στον μετασχηματισμό της εξωτερικής μορφής του εθνικού Είναι, να μην ήταν συνάμα σε ύψιστο βαθμό ηθική, να μην ήταν εκπλήρωση του χριστιανικού χρέους. Όλοι αυτοί οι ρώσοι συγγραφείς, επιφανείς παράγοντες της κοινωνίας, στελέχη του κράτους, οι οποίοι έβαλαν τη ψυχή τους στη μεγάλη υπόθεση της απελευθέρωσης, – ήταν δυνατόν όλοι αυτοί να ήταν ξένοι απέναντι στο ρωσικό λαϊκό ιδανικό, και να δρούσαν εναντίον του; Αφού, βλέπετε, επιδίωκαν την υλοποίηση της κοινωνικής αλήθειας, εδώ, επί της γης, ενώ κατά τη διαβεβαίωση των ηθικολόγων ο ρωσικός λαός δεν πιστεύει σε αυτή τη γήινη αλήθεια, και το ιδανικό του θαρρείς και αφορά αποκλειστικά και μόνο στη βασιλεία του Θεού στον άλλο κόσμο. Αν όμως έτσι πρέπει να γίνει, όσο ο ρωσικός λαός δεν διατυπώνει την άποψη του ευκρινώς, θα θεωρήσουμε πως οι αυθεντικοί του εκπρόσωποι δεν είναι όλοι αυτοί οι νεότεροι φαρισαίοι, οι οποίοι διαρκώς φλυαρούν για τη βασιλεία του Θεού, μα χωρίς να κατανοούν τις δυνάμεις του, αλλά εκείνοι οι άνθρωποι, οι οποίοι έντιμα υπηρέτησαν την κοινωνική αλήθεια και, στο βαθμό που μπόρεσαν, έκαναν να πλησιάσει η γη τη βασιλεία του Θεού, – το οποίο είναι το βασίλειο της αλήθειας και όχι της βίας και της αυθαιρεσίας. Την αγάπη τους για το λαό, οι άνθρωποι αυτοί την απέδειξαν με το ότι όντως τον λυπήθηκαν και τον βοήθησαν, την πίστη τους στη χριστιανική ηθική αρχή την απέδειξαν με το ότι εργάστηκαν για την πρακτική της εφαρμογή. Στην πραγματικότητα, – και αυτό θα πρέπει τώρα να το θυμίσουμε – η απελευθέρωση των χωρικών ήταν μια απαίτηση, πριν απ’ όλα, της ηθικής χριστιανικής αρχής, και μάλιστα όχι μόνο για τη μία αλλά και για τις δύο πλευρές: δεν καταργήθηκε η δουλοπαροικία -μόνο για τους δουλοπάροικους, ανάξια εν ονόματι του χριστιανισμού, αλλά και οι γαιοκτήμονες απαλλάχθηκαν από την πολύ χειρότερη κατάσταση του δουλοκτήτη, η οποία ήταν απολύτως ασύμβατη με την χριστιανική αποστολή.
Η ένδοξη πράξη της 19ης Φεβρουαρίου ήταν ένας άθλος αληθινά χριστιανικός, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κανείς δεν τους κόλλησε αυτή την ταμπέλα και ότι οι επίσημοι εκπρόσωποι της εκκλησίας δεν είχαν την παραμικρή ανάμειξη σ’ αυτή την υπόθεση. Η ιστορία των άλλων εθνών μας υποδεικνύει το αντίστροφο παράδειγμα δράσης που είναι απολύτως αντιχριστιανική, παρά το γεγονός ότι έλαβε χώρα εν ονόματι και υπό το λάβαρο του χριστιανισμού και με υπόδειξη των πνευματικών αρχών. Στην Ισπανία ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, οι μαυριτανοί και οι εβραίοι, καταδιώχθηκαν και εξοντώθηκαν λόγω των φαινομενικών συμφερόντων της χριστιανικής θρησκείας, με το πρόσχημα ότι ήταν επιζήμιοι και επικίνδυνοι για τους χριστιανούς. Στην Ισπανία δεν βρέθηκαν αρκετοί πραγματικοί χριστιανοί, οι οποίοι θα λυπόνταν και τους διωκόμενους και τους διώκτες και θα εμπόδιζαν το λαό να πάρει στο λαιμό του αυτό το βαρύ ιστορικό αμάρτημα. Στην Ισπανία άνθιζε η προσωπική αγιοσύνη, και ο καθένας φρόντιζε τη σωτηρία της δικής του ψυχής και για τη βασιλεία του Θεού στον άλλο κόσμο. Από ένδοξο κράτος του χριστιανικού κόσμου πολύ σύντομα , η Ισπανία μετατράπηκε σε μηδαμινό, όταν στο μεταξύ ο κατ’ όνομα χριστιανισμός, και η προσωπική αγιοσύνη δεν κέρδισαν τίποτα: σήμερα εκεί υπάρχουν τόσοι πολλοί άθεοι και τόσο λίγοι άγιοι , όπως και σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Αν το ρωσικό εθνικό ιδανικό είναι όντως χριστιανικό, τότε κατ’ αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να γίνει το ιδανικό της κοινωνικής αλήθειας και της προόδου, δηλαδή της πραγμάτωσης του χριστιανισμού στον κόσμο. Ιδανικό, το οποίο δεν απαιτεί αυτή την πραγματοποίηση, το οποίο δεν μας επιβάλει καμιά κοινωνική υποχρέωση, ισούται με κενά και ψεύτικα λόγια. Δεν μπορούμε να υποκλινόμαστε στη χριστιανική αλήθεια και συνάμα να συμφιλιωνόμαστε με την αντιχριστιανική πραγματικότητα, ως κάτι το αιωνίως αναλλοίωτο και αναπόφευκτο. Το αληθινό χριστιανικό ιδανικό του ρωσικού λαού είναι ταυτόχρονα και ένας ευρύς πρακτικός στόχος, ο οποίος αγκαλιάζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Αναμφίβολα, έτσι σκέφτεται και ο αξιότιμος διευθυντής του φιλοσοφικού περιοδικού ∙ δεν είχε όμως αφορμή να κάνει τη δήλωσή του αναφορικά με αυτή την πλευρά του ζητήματος, – επιμένει όμως στη ψυχολογική υποκειμενικά ηθική πλευρά του εθνικού μας ιδανικού, και σε χαρακτηριστικά του όπως η φιλειρηνική διάθεση, η πραότητα, η ταπεινοφροσύνη κλπ. Φυσικά, θα έπρεπε να θυμίσουμε αυτές τις καλύτερες πλευρές του ρωσικού εθνικού χαρακτήρα λαμβανομένης υπόψη της σημερινής εκμετάλλευσης των χειρότερων πλευρών του από διάφορους κήρυκες του ζωολογικού εθνικισμού. Οι προαναφερόμενες αξιέπαινες ιδιότητες (τις οποίες άλλωστε, και μόνο λόγω μίας εξ αυτών – της ταπεινοφροσύνης, – δεν έχουμε το δικαίωμα να τις αποδίδουμε μονοπωλιακά στο ρωσικό λαό) με όλη την ασάφειά τους είναι εξαιρετικά «καθ’ ομοίωση» και αντίπαλες του φιλοσόφου μας, ο οποίος, φυσικά, δε θα δυσκολευτεί καθόλου να τις εκμεταλλευτεί προς όφελος του ρεύματος που ο ίδιος κατακρίνει. Υπό το όνομα της φιλειρηνικότητας είναι εύκολο να προβάλουμε τη συμφιλίωση με την κοινωνική αναλήθεια ∙ η πραότητα βολικά μεταμορφώνεται σε μη αντίσταση στο κακό ∙ εν ονόματι τις συμφιλίωσης μπορούμε να απαιτήσουμε τη λιπόψυχη υποταγή στο γεγονός καθεαυτό. Αλλά και πέρα από αυτές τις άμεσες καταχρήσεις όλες αυτές οι ιδιότητες, είναι αναγκαίες, γενικά, ως ψυχική διάθεση, δεν επιτρέπουν κανένα αντικειμενικό μέτρο, και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να εκληφθούν ως ηθικές νόρμες. Κατηγορηματικά δηλώνω πως δε γνωρίζω κανένα μέτρο πραότητας και ειρήνευσης που να μπορώ να απαιτήσω από τον εαυτό μου και από τους άλλους και για το λόγο αυτό δεν μπορώ να κρίνω σε αυτή τη βάση αντίστοιχες ιδιότητες και πράξεις ∙ τη στιγμή που οι απαιτήσεις της δικαιοσύνης, απεναντίας, είναι απόλυτες και αδιαφιλονίκητες. Ο ίδιος ο Ν. Γι. Γκροτ στη δήλωσή του υποχρεώθηκε περισσότερο να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη, παρά να συμπεριφερθεί με πραότητα, ειρήνευση και φιλειρηνικότητα ∙ υπογραμμίζοντας, από τη μία πλευρά, αυτές τις ιδιότητες, ενώ από την άλλη πλευρά, επιτιθέμενος τόσο έντονα κατά των εκπροσώπων της κυρίαρχης τάσης, ο αξιότιμος φιλόσοφος ήρθε σε αντίθεση με τον ίδιο του τον εαυτό. Εύκολα μπορεί να εξαλειφθεί, αρκεί απλά με αυστηρότητα να διακρίνουμε και στο ατομικό και στο εθνικό ιδανικό το ηθικά ευκταίο από το ηθικά υποχρεωτικό. Είναι εξαιρετικά επιθυμητό να ήμασταν όλοι άγγελοι, αν όμως η επιθυμία αυτή μας εξυψώνει (όπως πιστεύουν ορισμένοι) πάνω από την υποχρεωτική εντιμότητα, τότε αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβληθεί η απόλυτη ανηθικότητα ∙ γιατί έτσι κι αλλιώς άγγελοι δε θα γινόμασταν, αλλά θα θεωρούσαμε πως έχουμε χωρίσει από την εντιμότητα. Ο καθένας έχει το δικαιώματα να επιθυμεί να γίνει η Ρωσία το άλας της γης και το βασίλειο των αγίων, αρκεί μόνο η ηθική μας στενοκεφαλιά να μην θέτει αυτό το πατριωτικό όνειρο στη θέση της πατριωτικής υποχρέωσης: να εργαστούμε για την απελευθέρωση της Ρωσίας από τις εμφανείς κοινωνικές αδικίες, από τις άμεσες αντιθέσεις προς το χριστιανικό ιδανικό. Μια τέτοια αναλήθεια, μια τέτοια αντίθεση έχει εξαλειφθεί πριν από τριάντα χρόνια. Άραγε δεν έχουν απομείνει άλλες; Η χριστιανική λύση όλων αυτών των ζητημάτων εθνικού και ομολογιακού χαρακτήρα που έχουν ανακύψει, – είναι εκείνο το οποίο μας παροτρύνει να κάνουμε το πραγματικό λαϊκό ιδανικό πραγματικότητα, χωρίς την οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κενή και ψευδής απαίτηση. Ο ρωσικός λαός δεν θα ακολουθήσει αυτούς εκείνους, οι οποίοι τον αποκαλούν άγιο μόνο και μόνο για να τον εμποδίσουν να είναι δίκαιος.
[1] Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα «”Novisti i birzevaja gazeta», 1891,23 και 26/1/ No, 23, 26
[2] Ο Ν. Γι. Γκροτ ίδρυσε το 1889 το περιοδικό «Ζητήματα φιλοσοφίας και ψυχολογίας» με το οποίο είχε τακτική συνεργασία ο Βλαδίμηρος Σολοφιόφ.
[3] Οι εορτασμοί για τον Πούσκιν το 1880 μαζί με την εκδήλωση για τα εγκαίνια του μνημείου του ποιητή στη Μόσχα ήταν μια απόπειρα συμφιλίωσης των σλαβόφιλους με τους δυτικίζοντες, κυρίως όμως ενός μεγάλου μέρους της ρωσικής διανόησης, η οποία πίστεψε τις δηλώσεις του πανίσχυρου τότε Μ. Τ. Λορίς – Μέλικοφ, για την επιθυμητή συνεργασία της κυβέρνησης με την κοινωνία. Η ομιλία του Ντοστογιέφσκι όμως, μεταξύ των άλλων, ήταν εκείνη που συνέβαλε στην επίτευξη αυτή της «ανακωχής». Ο Ι. Σ. Τουργκένιεφ ο οποίος, επίσης, μίλησε στην τελετή υπερασπίστηκε τις φιλελεύθερες αρχές και αγνόησε τον Κατκόφ, εκπρόσωπο της συντηρητικής παράταξης.
[4] Είναι προφανές ότι στο κείμενο αυτό ο Βλαδίμηρος Σολοβιόφ διατυπώνει ιδέες διαφορετικές από εκείνες που είχε διατυπώσει στο κείμενο του «Τρεις ομιλίες στη μνήμη του Ντοστογιέφσκι», απ’ όπου απουσίαζε πλήρως το στοιχείο της κριτικής. Βλέπε: «Η ιδέα της οικουμενικότητας στο έργο του Ντοστογιέφσκι» μτφ: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, Θεσσαλονίκη 1987, εκδόσεις Π. Πουρνάρα.
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Δημοσιεύτηκε στο #1 του περιοδικού Στέπα