Written by 7:48 pm Blog, Ποίηση, Φωνές

Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο Μπάμπι Γιαρ

Στο Μπάμπι Γιαρ μνημεία δεν υπάρχουν.

Απότομη πλαγιά, σαν μια ταφόπλακα χοντροκομμένη.

Φοβάμαι.

Είμαι τόσων ετών,

όσο και ο εβραϊκός λαός.

 

Τώρα νομίζω πως–

Ιουδαίος είμαι.

Να, περιφέρομαι στην αρχαία Αίγυπτο.

Να, σταυρωμένος στο σταυρό, αργοπεθαίνω,

και μέχρι σήμερα έχω τα σημάδια των καρφιών.

Τώρα νομίζω πως –

Ο Ντρέιφους είμαι.

Ο μικροαστισμός είναι για ‘με

ο καταδότης και ο δικαστής μου.

Βρίσκομαι πίσω από τα κάγκελα.

Έπεσα στην παγίδα.

Κυνηγημένος,

χλευασμένος

συκοφαντημένος.

 

Και κυριούλες με φραμπαλάδες Βρυξελλών,

Τσιρίζοντας, με χτυπούν με τα ομπρελίνα τους στο πρόσωπο.

Τώρα νομίζω πως – ένα αγοράκι στο Μπελοστόκ είμαι.

Το αίμα χύνεται, απλώνεται στο χώμα.

Φωνάζουν οι ταγοί του πιόματος του καπηλειού

βρωμοκοπούν βότκα και κρεμμύδι κομμένο στα δυο.

Είμαι αδύναμος, μ’ έχουν κλωτσήσει με την μπότα.

Άδικα τους φονιάδες παρακαλώ. Λένε γελώντας δυνατά: «Βάρα τους οβριούς, σώσε τη Ρωσία!»

– Βιάζει την μάνα μου ο αλευράς. Ω, λαέ μου ρωσικέ!

– Ξέρω πως εσύ είσαι βασικά διεθνιστής.

Συχνά πυκνά, εκείνοι που ‘χουν τα χέρια λερωμένα,

Το καθαρό σου όνομα βρωμίζουν.

Την καλοσύνη των χωμάτων σου γνωρίζω.

Τι προστυχιά, δίχως καν μια φλέβα να κουνήσουν,

που οι αντισημίτες βιαστικά σε ανακήρυξαν

«Ένωση του ρωσικού λαού»!

Τώρα νομίζω πως – η Άννα Φρανκ είμαι,

διάφανη, σαν του Απρίλη το κλαράκι.

Αγαπώ.

Τις φράσεις δεν χρειάζομαι.

Εκείνο που θέλω είναι να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον.

Πόσα λίγα μπορεί να δεις κανείς,

Μυρίζοντας!

Μας απαγορεύουν τα φύλλα,

μας απαγορεύουν τον ουρανό.

Μπορείς όμως πάρα πολλά να κάνεις –

είναι τόσο τρυφερό να αγκαλιάζεις

τον άλλον σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.

Έρχονται ‘δω;

Μη φοβάσαι – είν’ η βοή της άνοιξης –

αυτή μας πλησιάζει.

Έλα κοντά μου.

Τα χείλη δωσ’ μου γρήγορα.

Σπάνουν την πόρτα;

Όχι – είναι το λιώσιμο των πάγων …

το θρόισμα των αγριόχορτων

πάνω στο Μπάμπι Γιαρ.

Τα δέντρα κοιτάζουν σκυθρωπά,

σαν δικαστές.

Όλα σιωπηλά εδώ κραυγάζουν,

και, βγάζοντας το γούνινο καπέλο,

νιώθω πως αργά γκριζάρουν τα μαλλιά μου.

Και είμαι εγώ, σαν πνιχτή,

δίχως ήχο, κραυγή,

πάνω από τους χιλιάδες θαμμένους.

Εγώ είμαι –

καθένας από τους εκτελεσμένους γέροντες.

Εγώ είμαι –

καθένα από τα εκτελεσμένα παιδιά.

Τίποτα μέσα μου δεν πρόκειται

να το ξεχάσει αυτό!

Και ας ηχεί η «Διεθνής»,

όταν για πάντα θα θαφτεί

Ο τελευταίος πάνω στη γη αντισημίτη.

Στο αίμα μου δεν υπάρχεi

ούτε μια στάλα αίμα εβραϊκό.

Με μίσος άγριο εμένα με μισούν

οι αντισημίτες όλοι,

αφού εβραίο με θεωρούν,

γι’ αυτό και είμαι Ρώσος αληθινός!

1961

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

(Visited 11 times, 1 visits today)
Close