Written by 7:53 am In memoriam

Μιχαήλ Επστέιν Για τον π. Αλεξάντρ Μεν

Πριν από τριάντα χρόνια, στις 9 Σεπτεμβρίου 1990, δολοφονήθηκε ο ιερέας Αλεξάντρ Μεν, καθ’ οδόν προς την κυριακάτικη λειτουργία στο ναό, του οποίου ήταν προϊστάμενος. Ήταν η πρώτη από μία σειρά πολιτικών δολοφονιών, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν εξιχνιαστεί.

Συνάντησα δύο φορές τον π. Αλεξάντρ Μεν. Την πρώτη φορά, το 1974 είχα πάει να τον επισκεφτώ στη Νόβιαγια Ντερέβια (στην περιοχή Πούσκινσκι), όπου διακονούσε στον ναό της Υπαπαντής. Απλά για να μιλήσουμε. Είχε αποφοιτήσει προσφάτως από το πανεπιστήμιο, πνευματικά ήμουν ανοιχτός, μα, προφανώς, δεν ήμουν έτοιμος ακόμη για διάλογο. Για την ακρίβεια, οι ερωτήσεις μου ήταν, δεν ήταν τόσο επείγουσες, ώστε να είμαι έτοιμος για τις πλήρεις και κατηγορηματικές απαντήσεις του ιερέα. Μιλήσαμε τόσο ώστε η συζήτηση να μην φανείς ούτε σύντομη, ούτε τραβηγμένη και μου πρότεινε να πάω να τον ξαναδώ όποτε προκύψει αυτή η ανάγκη.

Η δεύτερη συνάντηση έγινε ύστερα από 15 χρόνια, το 1988. Είχα καλέσει τον π. Αλεξάντρ Μεν να μιλήσει στο Εργαστήριο σύγχρονου πολιτισμού της Μόσχας. Ήταν η αρχή της σύντομης δημόσιας δραστηριότητάς του. Η αίθουσα, χωρητικότητας 150 ατόμων, ήταν γεμάτη. Ο π. Αλεξάντρ μιλούσε όπως πάντα με λάμψη και έμπνευση για τα οικεία στον ίδιο θρησκευτικά και φιλοσοφικά ζητήματα. Η προσωπική μας επικοινωνία έγινε πριν και μετά την ομιλία του, πίνοντας τσάι, ήταν εγκάρδια, αλλά χωρίς υπαρξιακές εξάρσεις, οι οποίες, άλλωστε, θα ήταν άτοπες για την περίπτωση.

Οι βαθύτερες συναντήσεις μου με τον π. Αλεξάντρ άρχισαν μετά τον μαρτυρικό του θάνατο, όταν άρχισα να διαβάζω τα έργα του. Συμβαίνει μερικές φορές να αναγνωρίζεις τον οικείο σου άνθρωπο μέσα από μερικές φράσεις. Ο πνευματικός κόσμο έχει τα δικά του τοπία, τους δικούς του πολυπερπατημένους δρόμους, τις δικές του μοναχικές γωνιές. Κι όταν, μέσα από δρόμους ελλειπτικούς φτάνεις σε μία τέτοια γωνιά, μαθαίνεις πως από εκεί είχε ήδη περάσει ένας άνθρωπος και άφησε τα ίχνη του, μία σημείωση για κάποια συγκεκριμένη πνευματική εμπειρία και τότε νιώθεις μία ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη και μία συγγένεια μαζί του.

Με εντυπωσίασαν οι σκέψεις του π. Αλεξάντερ για την μετά θάνατο ζωή. Όχι για την αθανασία γενικά (immortality), αλλά για το περιμένει τη ψυχή, η οποία ολοκλήρωσε τη γήινη διαδρομή της, πως εισέρχεται στη μετά θάνατο (after life) κατάσταση. Θα παραθέσω αυτό το απόσπασμα από το πρώτο τόμο της «Ιστορίας των θρησκειών» που έγραψε:

«Τη μετά θάνατον ζωή μπορείς να την φανταστείς ως μία κενή απραξία, ένα βασανιστικό, μονότονο «περίπατο στους παραδείσιους κήπους», είναι μία διαδικασία συνεχούς γίγνεσθαι και ανάληψης προς την αιώνια τελειότητα.

Η πίστη πως συνεχίζουμε να ζούμε αιώνια, λέει ο Γκαίτε, απορρέει σε εμένα από την ίδια την έννοια της δραστηριότητας. Κι αν εγώ, χωρίς να γνωρίζω τον κάματο, θα είμαι δραστήριος μέχρι το τέλος, τότε η φύση, όταν η σημερινή μου μορφή δεν θα μπορεί να αντέχει το άχθος του πνεύματός μου, είναι υποχρεωμένη να μου υποδείξει μία νέα μορφή ύπαρξης. Είθε ο Αιωνίως Ζωντανός να μην μας αρνηθεί τις νέες μορφές δραστηριότητας, ανάλογες εκείνες στις οποίες δοκιμαστήκαμε…» Τα λόγια του μεγάλου ποιητή και στοχαστή μας θυμίζουν πως η μετά θάνατον ζωή συνδέεται στενά με τη γήινη ζωή, όπως η κληρονομικότητα και οι συνθήκες ύπαρξης στο σώμα της μητέρας επιδρούν στη γέννηση και τη ζωή του ανθρώπου. Η γήινη ύπαρξη μας δεν μας έχει δοθεί τυχαία και άσκοπα. Διαμορφώνοντας το πνεύμα μας στους δρόμους της ζωής, το ετοιμάζουμε για την αιωνιότητα. Η προετοιμασία αυτή θα πρέπει να εκφράζεται με την δράση μας επί της γης. Ήδη οι φιλόσοφοι της Ινδίας και της Ελλάδας είχαν κατανοήσει πως εκτός από τους φυσικούς νόμους υπάρχουν και οι πνευματικοί – ηθικοί νόμοι και ότι λειτουργούν με συγκεκριμένη συνέπεια. Καθένας μας φέρνει στη μετά θάνατο ζωή εκείνο που είχε μόνος του φτιάξει μέσα του εδώ. Ο σάπιος σπόρος ποτέ δεν φέρνει υγιή καρπό. Το κακό και η πνευματική αναπηρία επί της γης ως ηχώ θα ακουστεί στο επέκεινα. Γι’ αυτό και αποστολή του κάθε ανθρώπου, ο οποίος με σοβαρότητα και υπευθυνότητα προσεγγίζει το πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, ήδη εδώ, μιλώντας στη γλώσσα του Ευαγγελίου, «να συγκεντρώνει τον ουράνιο θησαυρό». Στην επιδίωξη της «σωτηρίας της ψυχής μας» δηλαδή στην κοινωνία με την Θεία Ζωή, πρέπει να βλέπουμε όχι τον εγωισμό, αλλά μία φυσική ανάγκη του ανθρώπου». (Αλεξάντρ Μεν, Ιστορία των θρησκειών. Τόμος 1. Οι πηγές της θρησκείας. Στην αναζήτηση του δρόμου, της αλήθειας και της ζωής. Η Νοο-σφαίρα: θάνατος και αθανασία).

Ποιο είναι το ιδιαίτερα σημαντικό εδώ για εμένα; Ας ρίξουμε μία ματιά στη σύντομη ιστορία της αιωνιότητας, στο πως αλλάζουν οι μορφές του επέκεινα. Αρχικά ήταν ο μισοσκότεινος, θλιμμένος, διάφανος κόσμος του τάφου στην αρχαία Ελλάδα, στην αρχαία Ιουδαία. Ένας χώρος για όλους, όπου δεν υπάρχει ούτε η μακαριότητα, ούτε τα δεινά, δεν υπάρχει η πραγματική ζωή, παρά μόνο ο κόσμος των σκιών και των φαντασμάτων. Στη συνέχεια, η δυϊστική ή τριπλή χριστιανική μορφή της μετά θάνατον ζωής, χωρισμένης σε παράδεισο και κόλαση, με την πρόσθεση του καθαρτηρίου για τους καθολικούς. Εκεί όλα τα βιώματα και η ένταση του Είναι, απεναντίας, είναι απίστευτα πιο έντονα σε σύγκριση με το γήινο Είναι μας, το οποίο εκλαμβάνεται μάλλον ως θολό και ημιδιαφανές, ενώ η όμορφη πραγματικότητα και η πληρότητα των αισθημάτων μεταφέρονται εκεί. Εκεί υποφέρουν, στην αιώνια φλόγα, είναι μακάριοι στο φως της θείας δόξας. Εκεί, όλα βρίσκονται σε ύψιστο επίπεδο και αντιμετωπίζουν την εδώ ζωή όπως το αιώνιο αντιμετωπίζει το εφήμερο. Συνάμα όμως διατηρείται η επική εικόνα του μετά θάνατον κόσμου ως κοινού χώρου για όλους όσους τον ενοικούν, χωρισμένου σε δύο ή τρεις μεγάλες περιοχές: για τους δίκαιους, τους αμαρτωλούς και εκείνους που διασχίζουν την οδό της κάθαρσης.

Είναι δυνατή όμως και μία άλλη εικόνα, εκείνη των ατομικών μετά θάνατον ζωών, οι οποίες προετοιμάζονται από τις ψυχές κατά τη διάρκεια της γήινης ζωής. Όταν το σώμα πεθαίνει, η ψυχή σχηματίζει γύρω από τον άνθρωπο εκείνη την πραγματικότητα, η οποία είναι ο εσωτερικός του κόσμος, ο οποίος είχε γίνει επιφανειακός. Το μετά θάνατον Είναι κάθε ψυχής είναι εξίσου ατομικό, όσο και η ίδια.

Μία τέτοια περσοναλιστική ή αν θέλετε, λυρική μορφή της μετά θάνατον ζωής: «Να κατοικεί στο σώμα της ψυχής της» είναι πιο ταιριαστή με την κοσμοαντίληψη του σύγχρονου ανθρώπου. Σε αυτό αναφέρεται ο π. Αλεξάντρ Μεν. «Ο καθένας φέρνει στην αθανασία, εκείνο που ετοίμασε εδώ». Πού πηγαίνει ο άνθρωπος μετά το θάνατο; Πηγαίνει στον εαυτό του, στο «Εγώ» του, το οποίο γίνεται πλέον ο κόσμος στον οποίο κατοικεί. Ο προκαθορισμός του ανθρώπου είναι να δημιουργήσει εντός του, εκείνη τη «νοο-σφαίρα» ή «το πληροφοριακό πεδίο», εκείνο το σύστημα νοημάτων, στο οποίο θα συνεχιστεί η ζωή του μετά το θάνατο του σώματος. Όσες είναι οι ψυχές, τόσες είναι και οι μετά θάνατον ζωές. Δεν υπάρχουν κοινοβιακοί χώροι! Η ψυχή, παραμένοντας ενώπιος ενωπίω, γίνεται το περιβάλλον όπου κατοικούμε. Δεν υπάρχουν επιβραβεύσεις ή τιμωρίες, δεν υπάρχουν φλόγες, θύελλες ή χαραυγές, δεν υπάρχει καμία εξωτερική δύναμη. Εσύ ο ίδιος είναι ο μελλούμενος κόσμος, τον οποίο κάθε ημέρα και ώρα προετοιμάζεις για τον εαυτό σου.

Αυτή, τουλάχιστον, είναι η αρχή της μετά θάνατον ζωής και στη συνέχεια «Είθε ο Αιωνίως Ζωντανός να μην μας αρνηθεί τις νέες μορφές δραστηριότητας, ανάλογες εκείνες στις οποίες δοκιμαστήκαμε». Εκείνο που ο π. Αλεξάντρ Μεν πίστευε για τη μετά θάνατον ζωή, φυσικά, δεν μπορεί να μην ισχύει και για τον ίδιο…

 

(Visited 7 times, 1 visits today)
Close