Written by 8:30 am Αργυρός αιώνας, Ποίηση

Αλεξάντρ Μπλοκ Νυχτερινός μενεξές

Πέρασαν οι τυχαίες ημέρες 

Και οι αδιάφορες νύχτες, 

Κι, ωστόσο, θυμάμαι 

Εκείνο που θέλω να σας αφηγηθώ 

Εκείνο που συνέβη στον ύπνο μου.  

 Μια πόλη νυχτερινή έμεινε μαζί μου. 

Είχε αρχίσει το ψιλοβρόχι. 

Μακριά, στην εσχατιά, 

Εκεί όπου ο ουρανός, κουρασμένος να καλύπτει 

Τις πράξεις και τις σκέψεις των συμπολιτών μου, 

Έπεφτε στο βάλτο –  

Εκεί όπου κοκκίνιζε μια λωρίδα της χαραυγής.  

 Εγκαταλείποντας την πόλη,  

Βάδιζα ήρεμα προς την κατηφοριά  

Ενός αραιοκατοικημένου δρόμου 

Και, νομίζω, πως ήταν μαζί μου κι ένας φίλος μου.  

Παρόλο όμως που βάδιζε μαζί μου 

Παρέμενε σιωπηλός σε όλη τη διαδρομή.  

Είτε εγώ τον είχα παρακαλέσει να σιωπά 

Είτε ο ίδιος ήταν μελαγχολικός,  

Μόνο που ξένοι μεταξύ μας, 

Βλέπαμε τα πράγματα διαφορετικά:  

Εκείνος έβλεπε τις τετράτροχες άμαξες, 

Όπου νεαροί και φαλακροί δανδήδες 

Αγκάλιαζαν στολισμένες γυναίκες.  

Δεν του ήταν αδιάφορες, επίσης,  

Οι κοπέλες που κοιτούσαν στα παράθυρα 

Μέσα από κίτρινα βελούδα . . .  

Όλα όμως πήραν ένα γκρίζο χρώμα, σκοτείνιασαν, 

Το ίδιο και η όραση του συνοδοιπόρου μου, 

Και, μάλλον, άλλες επιθυμίες 

Τον κυρίευσαν, 

Όταν εξαφανίστηκε στη γωνία,  

Νοικιάζοντας μια σκεπαστή άμαξα, 

Κι αφήνοντας με μόνο 

(πράγμα για το οποίο ήμουν ανείπωτα ικανοποιημένος,  

Γιατί δεν υπάρχει πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο,  

Από την απώλεια των καλύτερων φίλων;)  

 Οι διαβάτες ολοένα και λιγόστευαν.  

Μόνο σκελετωμένα σκυλιά συναντούσα στο δρόμο μου, 

Μόνο κάτι μεθυσμένες γυναίκες μάλωναν κάπου μακριά.  

Πάνω από την υγρή πεδιάδα κρέμονταν  

Κοτσάνια από λάχανα, σημύδες και ιτιές, 

Και μύριζε βάλτο.  

 Και μέχρι να ξεκαθαρίσει η συνείδηση, 

Πνίγονταν τα βήματα, οι φωνές, 

Οι συζητήσεις για τα μυστήρια διαφόρων θρησκειών, 

Και οι φροντίδες για τη ραφή του φορέματος, –  

Και γινόταν ολοένα και πιο ξεκάθαρο 

Πως κάποτε ήμουν εδώ και είδα 

Όλα όσα βλέπω στο όνειρο μου, – ξύπνιος.  

 Ερήμωσε ο δρόμος 

Και δεν φαίνονταν πια τα κτίσματα.  

Στο βάλτο, από τον ένα βώλο στον άλλον, 

Πάνω από τα στεκούμενα και σάπια νερά 

Ήταν ριγμένες γεφυρούλες , 

Και το δρομάκι χανόταν 

Μέσα στο βιολετί – πράσινο λυκόφως 

Στον ύπνο, και στο νυσταγμό, και στη ραστώνη, 

Όπου και από κάτω και από πάνω, 

Και πάνω από το βώλο τον καχεκτικό, 

Και πάνω από την κόκκινη της χαραυγής λωρίδα, –  

Έκρυβε την αδημονία ο αγέρας 

Θαρρείς και αναστέναζε στη σκοπιά,  

Περιμένοντας του ξημερώματος 

Την τρυφερή αδελφή των ρυακιών 

Των υδάτων και των ιπτάμενων.  

 Και δεν τυχαίο που ησύχασαν όλα 

Και για την θριαμβευτική συνάντηση αρκούσε:  

Αφού κανείς δεν είχε ακούσει ποτέ 

Από τους θνητούς γονείς, 

Από τους παιδαγωγούς του σχολείου, 

Αλλά και κανείς δεν είχε διαβάσει στα βιβλία, 

Ότι κοντά στην πρωτεύουσα, 

Στον μακρινό κι έρημο βάλτο, 

Την ώρα που ηχούν οι σειρήνες των εργοστασίων

και των καθορισμένων ημερών, 

Την ώρα της λήθης για το κακό και το καλό,  

Την ώρα του αποχωρισμού των συγγενών αισθημάτων 

Και των διεφθαρμένα μεγάλων συζητήσεων

Για την κακή κατάσταση του στομαχιού 

Και για το νέο υπουργικό συμβούλιο, 

Την ώρα της περιφρόνησης των αρίστων εξ ημών, 

Εκείνων που δεν έκρυψαν την πτώση τους, 

Χωρίς ντροπή πωλούνε το κορμί τους 

Και στα σκονισμένα – σκασμένα πεζοδρόμια 

Με αυθάδη σεμνότητα κοιτάζουν στα μάτια, –  

Που τέτοια ταπεινωτική στιγμή 

Όλα φαίνονται σε όλους.  

Ότι ένας τέτοιος πλάνητας, όπως εγώ, 

Ή, ίσως, εσύ, που διαβάζεις 

Αυτές τις γραμμές, με συμπάθεια ή κακία,- 

Μπορεί να δει το βιολετί – πράσινο  

Ήρεμο και αγνό λουλούδι 

Που ονομάζεται Νυχτερινός Μενεξές.  

 Αυτό γνώριζα κι εγώ, 

Ερχόμενος στο βάλτο, 

Και είδα μέσα από το δίχτυ της βροχής 

Μια μικρή ίζμπα.  

Χωρίς να ξέρω καν, πήγα προς τα κει, 

Μισάνοιξα την βαριά πόρτα 

Και ντροπαλά στάθηκα στο κατώφλι.  

 Στους τοίχους της μακρόστενη, χαμηλοτάβανη ίζμπα  

Υπήρχαν χοντροκομμένοι πάγκοι.  

Σε ένα απ’ αυτούς – μπροστά σε ένα μακρύ τραπέζι – 

Καθόταν σιωπηλά γνέθοντας, 

Με χαμηλωμένα τα χωρισμένα στα δύο μαλλιά της

πάνω απ’ τη δουλειά, 

Μια άσχημη κοπέλα 

Με δυσδιάκριτο πρόσωπο. 

Δε ξέρω αν ήταν  

Νέα ή γριά,  

Και τι χρώμα ήταν τα μαλλιά της, 

Και ποια τα χαρακτηριστικά και τα μάτια της.  

Ξέρω μόνο ότι έγνεθε ήρεμα, 

Και στη συνέχεια, σταματώντας το γνέσιμο, 

Για ώρα πολλή πολλή καθόταν, με βλέμμα απλανές, 

Χωρίς φροντίδες και χωρίς σκέψεις.  

Κι εγώ ακόμη, μάλλον, ξέρω  

Ότι κάποτε την είχα ξαναδεί, 

Και ήταν, μάλλον, πιο όμορφη 

Και, αν θέλετε, πιο λυγερόκορμη και πιο νεαρή,  

Και, ίσως, μελαγχόλησε κάποτε, 

Όταν γκριζογάλανα μαλλιά.  

 Και θυμήθηκα,  

Ότι σ’ αυτή τη χαμηλή ίζμπα 

Μύριζε ένα γλυκό φαρμάκι, 

Εξαιτίας του οποίου η βρώμα του βάλτου 

Έλιωνε πίσω από τους ώμους μου,  

Εξαιτίας του οποίου η ατμόσφαιρα  

Ήταν διαποτισμένη από την ευωδιά του Νυχτερινού Μενεξέ,  

Εξαιτίας του οποίου στη βραδινή γιορτή 

Δεν ήρθα φορώντας την γαμήλια φορεσιά μου.  

Ήμουν ένας φτωχός πλάνητας, 

Επισκέπτης νυχτερινών εστιατορίων, 

Ενώ στην ίζμπα είχαν μαζευτεί βασιλιάδες· 

Θυμάμαι όμως ξεκάθαρα 

Ότι κάποτε ήμουν στον κύκλο τους 

Και με τα χείλη μου άγγιζα τα κύπελά τους 

Κάπου στις βραχώδεις πλαγιές, στα φιόρδ, 

Όπου δεν υπάρχει ούτε θάλασσα, ούτε στεριά, 

Παρά μόνο στο λυκόφως το χιονισμένο 

Μόλις που διακρίνονται οι χρυσές κορώνες 

Του σκανδιναβών ηγεμόνων. 

 Ήταν και πάλι δύσκολο να προχωρήσω 

Στην εκπλήρωση του δυσβάσταχτου χρέους,

Στην υπόκλιση μπροστά στις ξεχασμένες κορώνες, 

Μα εκείνοι περίμεναν πολύ 

Και, μελαγχολικά, γέλασε η ψυχή 

Για την καθυστερημένη τους αναμονή.  

 Περιδιάβηκα μέσα στην ίζμπα, 

Τα χέρια έσφιξα των παλιών μου συντρόφων, 

Μα εκείνοι δεν με αναγνώρισαν.  

Τελικά, πίσω από ένα τεράστιο βαρέλι 

(γεμάτο με μπύρα), σε ένα στενό πάγκο 

Πρόσεξα πως κάθονταν 

Ο γέρος με τη γριά.  

Και τα μάτια διέκριναν τις κορώνες, 

Θολωμένες στην σάπια ατμόσφαιρα, 

Στους πράσινους και αρχαίους βοστρύχους.  

Εδώ και αιώνες κάθονταν, 

Περιμένοντας τις συνηθισμένες υποκλίσεις, 

Γνέφοντας ελαφριά στους επισκέπτες.  

Προσπερνώντας όλους όσους κάθονταν στους πάγκους, 

Υποκλίθηκα στους βασιλείς· 

Και μια κουρασμένη σκιά διέτρεξε  

τις γερασμένες, βαθιές ρυτίδες· 

Με τη συνήθη επίσημη χειρονομία 

Οι βασιλείς με διέταξαν να μείνω. 

Και τότε, γυρνώντας,  

Είδα τον τελευταίο πάγκο 

Στην πιο σκοτεινή γωνιά.  

 Εκεί, στον στραβό και ασταθή πάγκο, 

Ακίνητος καθόταν ένας άνθρωπος, 

έχοντας τους αγκώνες στα γόνατά του, 

στηρίζοντας με τα χέρια το πρόσωπό του.

Ήταν προφανές ότι αυτός, χωρίς να γερνάει,  

Χωρίς να αλλάζει, και σκεπτόμενος μόνο ένα πράγμα, 

Μελαγχολεί εδώ και αιώνες, 

Έτσι που τα μέλη του ξύλιασαν, 

Και τώρα, καταδικασμένος, κάθεται 

Με εκείνη την ίδια σκέψη 

Και με εκείνο το κύπελλο μπύρας, 

Που βρίσκεται δίπλα του στον πάγκο.  


Όταν όμως τον πλησίασα, 

Δε σήκωσε το πρόσωπο του, δεν απάντησε 

Στην υπόκλισή μου, και δεν κούνησε το χέρι.  

Τότε κατάλαβα, κοιτώντας ήρεμα 

Στο βάθος των σκοτεινών του ματιών, 

Ότι κι εγώ, όπως κι εκείνος, είμαι καταδικασμένος 

Να κάθομαι εδώ – στο μισογεμάτο κύπελλο, 

Στην πιο σκοτεινή γωνιά.  

Κι εγώ είμαι καταδικασμένος σε μια τέτοια σκέψη, 

Τα χέρια μου έτσι πρέπει να σταυρώσω, 

Τα ίδια σκοτεινά μου μάτια να κατευθύνω 

Στη μακρινή γωνιά της ίζμπας, 

Όπου κάθεται κάτω από το τρεμουλιαστό φως, 

Πίσω από τον βασιλιά που λαγοκοιμάται,  

Πίσω από τη φρουρά που κοιμάται,  

Πίσω από το κομμένο νήμα –  

Η βασίλισσα μιας χώρας ξεχασμένης 

Που ονομάζεται Νυχτερινός Μενεξές.  

 Κάθομαι λοιπόν στην ίζμπα.  

Δίπλα μου ένα κύπελλο μπύρας 

Και το θλιμμένος κάτοχος του.  

Σιγά – σιγά το πρόσωπό του χαλάρωσε, 

Σύντομα ήρεμα θα αγγίζει τα γόνατα, 

Αλλά τα χέρια του δεν έχουν πια τη δύναμη να μαζευτούν, 

Μόνο θα σπάσουν τα κόκαλα, 

Θα πέσουν και θα κρεμαστούν.  

Αυτός ο φτωχός, όπως κι εγώ, – παλιά 

Ήταν, όπως κι εγώ, ευγενικής γενιάς,  

Κομψός νέος, τολμηρός ήρωας, 

Θαυμαστής κοριτσιών του Βορρά 

Και τροβαδούρος σκανδιναβικών παραμυθιών. 

Να τα κουρέλια των ρούχων του:  

Ποικιλόχρωμες λωρίδες υφασμάτων, 

Ραμμένες με χρυσό πορφυρό 

Που λάμπουν.  

 Πιο πέρα βλέπω τη φρουρά 

Σε τεράστιους πάγκους:  

Ένας παίζει αφηρημένος 

Με τη λαβή του ξίφους· 

Άλλος, ξαπλώνοντας πάνω στην πανοπλία, 

Έβαλε το χοντροκομμένο σπιρούνι 

Κάτω από τον πάγκο· 

Ένας άλλος έριξε κάτω το κράνος του, – και μέσα από το κράνος, 

Στο σκονισμένο πάτωμα, 

Φυτρώνει αναιμικό χορτάρι, 

Καταδικασμένο να ζήσει χωρίς άνοιξη 

Και να αναπνέει το άψυχο παρελθόν. 

 Παραπέρα είναι ακόμη πιο εκπληκτικά, στο βαρέλι της μπύρας, 

Κάθονται ο γέρος κι η γριά,  

Και πάνω τους καίγονται οι κορώνες, 

Στολισμένες με μια στενή λωρίδα 

Της μακρινής αυγής.  

Και πλέκονται οι πράσινοι βόστρυχοι, 

Πλαισιώνοντας το βάθος των ρυτίδων, 

Και τα μάτια κάτω από το σκέπασμα των φρυδιών 

Με φλόγες του βάλτου που αχνοφέγγουν.  

 Παραπέρα, παραπέρα – γνέθει αθόρυβα 

Και γνέθει, και γνέθει η βασίλισσα, 

Έχοντας ριγμένα πάνω από την εργασία τα μαλλιά της. 

Με ύπνο γλυκό μας ξελόγιασε, 

Μας κέρασε με το πράσινο του βάλτου πιοτό, 

Μας περιέβαλε με παραμύθι νυχτερινό, 

Κι η ίδια όλο ανθίζει και ανθίζει, 

Και οι βάλτοι μοσχοβολούν από τον Μενεξέ, 

Και αθόρυβα γυρίζει η ηλακάτη, 

Και γνέθει, και γνέθει, και γνέθει.  

 Ξυλιάζω, και κοιμάμαι, και μελαγχολώ, 

Και κρύβω την παλιά μου σκέψη, 

Και κοιτάζω στη λωρίδα της χαραυγής.  

Και περνούν, ίσως, στιγμές, 

Ίσως όμως και αιώνες.  

 Ακούω, ακούω μέσα στον ύπνο μου 

Πίσω από τους τοίχους βροντές, 

Απομακρυσμένες λάμψεις, 

Θαρρείς και κάπου μακριά σκάνε τα κύματα, 

Θαρρείς και είναι μια φωνή από τη νέα πατρίδα, 

Θαρρείς κι οι γλάροι κρώζουνε, 

Ή αναστενάζουν οι κωφές σειρήνες, 

Ή κυνηγά ο παιχνιδιάρης άνεμος 

Τα καράβια από την χαρούμενη χώρα.  

Κι άθελα η Χαρά έρχεται, 

Και ο μακρινός αφρός λυσσομαννά

Ανθίζουν μακριά τα φώτα.  

 Ο γείτονας μου έσκυψε πάνω από το κύπελλο, 

Ήρεμα έτριξαν τα χέρια, 

Και ακούμπησε τον πάγκο το κεφάλι.  

Να, πέφτει το ξίφος, τρίζοντας. 

Έπεσε η πανοπλία. Μέσα από το κράνος 

Έτρεξε ένα χαρούμενο ποντίκι.  

Ο γέρος με τη γριά στον πάγκο 

Στηρίχθηκαν ήρεμα ο ένας πάνω στον άλλον, 

Και πάνω από τα γέρικα κεφάλια τους 

Δεν υπάρχουν πλέον οι βασιλικές κορώνες.  

 Και κάθομαι στον βάλτο. 

Πάνω από τον βάλτο ανθίζει, 

Χωρίς να γερνάει, χωρίς να γνωρίζει την προδοσία, 

Το βιολετί λουλούδι μου, 

Εκείνο που αποκαλώ Νυχτερινό Μενεξέ.  

 Πίσω από το βάλτο ήταν η πόλη μου, 

Το ίδιο βράδυ, η ίδια χαραυγή.  

Και, μάλλον, ο φίλος μου, παραπατώντας,  

Πολλές φορές στο σπίτι δεν ήρθε 

Και μ’ έβριζε, με καταριόταν, 

Και με ύπνο νεκρικό με σκέπαζε.  

Μα οι αιώνες πέρασαν

Και στοχάστηκα καλά το νόημα των αιώνων. 

Στην άκρη της γης 

Μοναχικός και σοφός, σαν τα παιδιά.  

Έτσι ήρεμος ήταν  ο ουράνιος θόλος που αργόσβηνε, 

Ο ίδιος κόσμος με προϋπάντησε δύσθυμος.  

Μα ο Νυχτερινός Μενεξές ανθίζει, 

Και το βιολετί λουλούδι του έλαμπε.  

Και στο πράσινο τρυφερό σκοτάδι 

Ακούω των κυμάτων την κυκλική κίνηση, 

Και των μεγάλων καραβιών το πλησίασμα, 

Θαρρείς ως είδηση για τη νέα γη.  

Όπως η παλιά ηλακάτη γνέθει 

Όνειρο ζωντανό και στιγμιαίο 

Ότι άξαφνα η Χαρά θα έρθει 

Και θα είναι σύγχρονη.  


Και ο Νυχτερινός Μενεξές ανθίζει.  

 Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

 

(Visited 1 times, 1 visits today)
Close