Written by 8:05 pm Ποίηση, Φύλλα

Γιεβγκένι Τσίγκριν Στην μεθόριο του κράτους ζει ένας άγνωστος ποιητής,

Στην μεθόριο του κράτους ζει ένας άγνωστος ποιητής,

από καιρό συγγένεψαν μαζί του τα σταυροδρόμια, οι αυλές, τα σοκάκια.

Με των εξαφανισμένων χρόνων το αλκοόλ , την αγάπη και τη νοσταλγία,

είχε δηλητηριαστεί, όπως και με το πάθος για των παρανόμων τη κερδοσκοπία.

Εραστής του κλασικισμού, μερικές φορές, έκανε ανοησίες,

ξεπροβόδιζε καράβια, μουρμούριζε με τον ωκεανό για το θάνατο

και τις άδειες νύχτες χαιρετούσε τη βροντή μετρώντας.

Δεν ταίριαζε με πολλούς, ή καλύτερα,  δεν άρεσε σε πολλούς!

Των Αωνιδών φημισμένος ανιψιός, φίλος της άφατης ησυχίας,

ψευτιών, δολιοτήτων, παραμυθιών, απερίγραπτος αφηγητής.

Εκατό φορές είπε πως γύρω του δεν υπήρχε ψυχή,

αποκρίθηκε, όπως φαντάστηκε ο ποιητής, μόνο ο αγγελιαφόρος-πολεμιστής.

Μέχρι να χαρίσει στο μουσείο το παλιομοδίτικο σακάκι του,

το μαύρο τζιν «Lee» κι άλλα φτηνά κουρέλια…

Πως τρομάζουν οι νάνοι, όταν τον καταπιέζει ο μεθυσμένος

και μόλις αρρωστήσει λίγο, σωπαίνουν γύρω τα πουλιά.

Στη μεθόριο του κράτους ζει ένας άγνωστος ποιητής,

να τον προσέχετε, γιατί ο μικρούλης τραβάει για την κορυφή.

Κι όσο φλυαρείτε, κοιτάζει το θείο φως,

ή μυρίζει την ευωδιά του τσαγιού με περγαμόντο.

 

Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©

 

 

 

На отшибе державы живет неизвестный поэт,

С ним сроднились давно перекрестки, дворы, переулки.

Алкоголем, тоской и любовью исчезнувших лет —

Он отравлен, как страстью к поживе матерые урки.

Классицизма поклонник, случалось, якшался с фуфлом,

Провожал корабли, с океаном шептался о смерти

И пустыми ночами считалкой приветствовал гром.

Как он многим не в масть, а вернее сказать — против шерсти!

Аонид славный пасынок, друг несказанной тиши,

Закидонов, туфты, развлекух, безобразий сказитель.

Сотни раз говорил он о том, что вокруг ни души, —

Откликался, как мнилось поэту, лишь вестник-воитель.

Он покуда в музей не отдал старомодный пиджак,

Джинсы черные «Lee» и другие дешевые лахи…

Как тревожатся гномы, когда его давит кирняк,

А едва прихворнет — умолкают окрестные птахи.

На отшибе державы живет неизвестный поэт,

Осторожнее с ним, ибо малый шагает к высотам.

Пока вы трепездоните — зрит он божественный свет

Или — потчует доброго духа чайком с бергамотом.

 

(Visited 1 times, 1 visits today)
Close