Written by 2:18 pm Ποίηση, Φύλλα

Όλγα Σεντακόβα Μια μη λυρική παρεκτροπή – Οκτώ οκτάστιχα

[ 1 ]

 

Ο ημιθανής δήμιος χαμογελάει –

Κι αρχίζουν τα μεγάλα πράγματα.

Τρίζοντας, όπως πάντα, γυρνάει

Ο τροχός του προκατακλυσμιαίου κακού.

Κοίταξε όμως και δοκίμασε τον τρόμο

Και δάγκωσε ακόμη πιο δυνατά τη γλώσσα σου.

Από τα χέρια των υβριστών των λειψάνων

Το ψωμί ζήτησε που μισοχορτάτο σ’ αφήνει.

 

[ 2]

Κοίταξε πώς πεθαίνει ο λαός

Και συμφωνεί στον ύπνο του ότι πεθαίνει.

Πώς το κνούτο του επιλέγει –

Ο όχλος που καταπάνω του όρμησε,

Μόνο ψίθυροι και ψίθυροι και ψίθυροι,

Σαν άμμος στου φέρετρου το κάλυμμα –

Μόνο ο απαίσιος ψίθυρος ακούγεται.

Μόνο ο ψίθυρος και το μισθωμένο ουρλιαχτό.

 

[ 3 ]

Το όνομα αυτό δεν έχει ακόμη κρυώσει.

Έχει τρόπο τον έκφυλο να κηλιδώσει.

Θα έχει ακόμη μια ψάθα για να μην

μείνει τίποτα, τελικά, κρυφό.

Είναι παράξενο που το λογικό διαπερνά

το όνομα αυτό μέσα στη ντροπή του;

Βλέπεις; – όλοι εκεί χώμα πετάνε.

Πέταξε και το δικό σου και μη το σκέφτεσαι.

 

[ 4 ]

Ποιος θα πιστέψει ότι η αδελφότητα και η ευτυχία

είπαν ψέματα,  όπως ποτέ εμείς;

Ό,τι νοσταλγία για τα βάσανα και τα πάθη

ήσουν και θα είσαι περήφανη,

εσύ, ψυχή, και, μετά τη μαθητεία

στις παραδόσεις της αγάπης και της ντροπής,

μόνο αυτός ο πειρασμός και η έλξη

και η κρυφή υπόμνηση, αποδεικνύουν πως

είσαι πάντα ζωντανή.

 

[ 5 ]

Έτσι στους σχισματικούς στην εσχατιά

υποδείχτηκε η φωτιά, υποβλήθηκε

το αίμα – ώστε να ξέρουν, μετατρεπόμενοι σε ανάσα:

Η Γυνή φέρνει τον Ήλιο της Αλήθειας.

Και οποιοσδήποτε από τους φλεγόμενους του χορού

υποκλίνεται, σα να ‘ταν μπροστά στη ψυχή:

να, βγήκα από την εποχή του πένθους,

και τώρα είναι καλά, καλά.

 

[ 6 ]

Όποιος λησμόνησε πως η μοίρα είναι όρκος

με την ανεξαγόραστη γη στο στόμα,

κλειδί, με το οποίο έκλεισε η προσευχή,

σωπαίνει και κοιτάζει προς τα πάνω

Ο όρκος που έκλεισε καλά την πόρτα.

Ο όρκος δημόσιος, εδώ και τώρα,

ο όρκος στην αιώνια και αιώνια δυσπιστία

για το αν οι κίρκες

την καρδιά ραμφίζουν.

 

[ 7 ]

Ποτέ και με τίποτα δεν καταφέρνω

να μεταφράσω τη βούλησή Σου:

σαν του τάφου, το χώμα πετάω,

σαν το μωρό στη μήτρα σκοτώνω –

αλλά μαζί με τη θλίψη, τη μοίρα και την αγάπη

πώς εγώ καρδιά μέσα μου θα σε προδώσω; –

Εσύ μ’ εμένα γράφεις, όπως το αίμα πάνω στο αίμα,

Όπως η φωτιά πάνω σε άλλη φωτιά.

 

[ 8 ]

Ορκίσου στη φωτιά της συμπόνιας,

Στο αίσχος, που δοκιμάστηκε εδώ,

Και στο καθάριο της λάμψης νερό –

Ας με πάνε λοιπόν σ’ εκείνη:

στη γη, τη χορτασμένη ψέμα και μέθη.

Την ώρα που πάνω μου θα θριαμβεύει

στο ήσυχο τσίρκο του Διοκλητιανού,

Δε θα πεθάνω, μα θα μείνω ζωντανή.

 

 

(Visited 2 times, 1 visits today)
Close